Στέργιος Ντέρτσας, Μυρωδιά  πεύκου*

Στην Μεγάλη Οικογένεια.

    Από τη πρώτη μέρα που ο Βίτορ ντε Ολιβέϊρα έπεσε στο κρεβάτι, χτυπημένος από την  κακή αρρώστια, που άρχισε να ροκανίζει την ατσάλινη ζωτικότητα του οργανισμού του με απίστευτη ταχύτητα και που  το όνομα της όχι μόνο δεν θέλανε  να το αναφέρουν αλλά και να το σκεφτούν ακόμα (σαν από φόβο πως έτσι συμβιβάζονται με τον Σκοτεινό Επισκέπτη και  επισημοποιήσουν την παρουσία του στο σπίτι)   ο  πίνακας με το καμένο δάσος, κάτω από τον Εσταυρωμένο και πάνω από το κεφάλι του κατάκοιτου άντρα,  πήρε να ζωντανεύει. Στα απανθρακωμένα κλαδιά των πεύκων ξεμύτιζαν, δειλά- δειλά,  χαρωπά βελόνια, με παιχνιδιάρικη, θαρρείς,  διάθεση, βάφοντας με ένα αμυδρό, πρασινωπό φως το βασίλεμα των ματιών του αρρώστου και το πονεμένο κορμί του.
  Ο αμίλητος έως τότε  Βίτορ το αντιλήφθηκε αμέσως. Ένας κόμπος στον λαιμό του άνοιξε σαν μπουμπούκι τριανταφυλλιάς για να γίνει βραχνό, ψιθύρισμα θριάμβου. «Ρουί… Ρουί… Γιέ μου, τα δέντρα ανασταίνονται. Στο είχα πει θυμάσαι;» είπε στον γιο του  που όλες αυτές τις ωχρές μέρες καθόταν σαν  μελαγχολικός φύλακας άγγελος, στο προσκέφαλό του, βυθισμένος σε ένα πυκνό νεφέλωμα άφατης θλίψης, θωρώντας τον πατέρα του σαν ένα δαιδαλώδες αίνιγμα μέσα από το οποίο προσπαθούσε να λύσει το αίνιγμα της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης.
    Αυτές ήτανε και οι μόνες κουβέντες του Βίτορ από τη στιγμή που ο ύπουλος ιός τρύπωσε μέσα του μέχρι που αποδήμησε εις Κύριο.
   Ο Ρουί θολωμένος από λύπη και οργή για το άδικο παιχνίδι που η μοίρα έπαιζε στον πατέρα του, εξέλαβε την αχνή, σχεδόν σβησμένη φωνή του γέρου του σαν κάτι εντελώς ακατάληπτο, λόγια και προάγγελους του άλλου κόσμου,  οιωνούς που υπογράφανε το τελεσίδικο της όλης κατάστασης. Σαν μια απεγνωσμένη -και ταυτόχρονα  μάταιη- προσπάθεια να επανέλθει στην επιφάνεια της ζωής.  Το μόνο που έκανε ήταν να σηκωθεί, σέρνοντας τα πόδια του,  και να γεμίσει το ποτήρι του πατέρα του με καινούργιο νερό από τη βρύση. Τις πρασινωπές ανταύγειες που λαμπύριζαν στην επιφάνεια του νερού και μέσα στο γυαλί του ποτηριού τις θεώρησε απλά παρενέργειες της κούρασης και της αϋπνίας του.
     Παρ’ όλα τα μικρά ανοίγματα σε ελπιδοφόρα παράθυρα, για μια μικρή παράταση ζωής έστω,   που οι γιατροί επέμεναν ν’ αφήνουν, ο Ρουί εξαιτίας  μιας δυνατής, αλάνθαστης διαίσθησης καθώς κι  ενός εφιαλτικού ονείρου που επαναλαμβανόταν για πολλά βράδια , ήταν βέβαιος πια πως είχε φτάσει το τέλος. Παράτησε όλες τις δουλειές στα χωράφια κι έμεινε μέχρι την τελευταία στιγμή δίπλα του.
     Η θέα τού καταβεβλημένου πατέρα του χάραζε την ευαίσθητη καρδιά του σαν ξυράφι, την έκοβε λωρίδες. Δεν εννοούσε να χωνέψει με κανένα τρόπο πως αυτό το ανήμερο θηρίο, ο ογκώδης γίγαντας με την παροιμιώδη δύναμη , που καλά- καλά δεν είχε κλείσει τα εξήντα, που δεν άφηνε τα χωράφια αν δεν δούλευε για τουλάχιστον δώδεκα ώρες καθημερινά, μαραινόταν μέρα με την ημέρα και έσβηνε κάτω από τη βαριά σκιά που το Αναπόφευκτο είχε ρίξει αιφνιδίως στη μικρή τους, φτωχική αγροικία.

  Τον πίνακα τον είχε φέρει ο Ρουί από την Κούβα, στο τελευταίο του ταξίδι πριν εγκαταλείψει οριστικά την θάλασσα και τη ναυτική ζωή και επιστρέψει στα χωράφια του, δίπλα στον πατέρα του. Τον είχε αγοράσει για 3 δολάρια κι ένα μπουκάλι βότκα από έναν ζωγράφο που ‘χε χαρακωμένο το δεξί του μάγουλο από μια βαθιά μαχαιριά και τα μάτια του  λαμποκοπούσαν στο ήλιο ολόιδια με δυο υπερμεγέθεις σταγόνες ανοιχτόχρωμου  μελιού. Για ατελιέ του είχε κάποιο μικρό κομμάτι ενός πεζόδρομου, κάπου στο κέντρο της Αβάνας. Βέβαια ένα καμένο δάσος δεν αποτελεί και τον ιδανικότερο καλλωπισμό για τον τοίχο οποιουδήποτε σπιτιού αλλά ο πίνακας του άσκησε τέτοια έλξη που ήταν αδύνατον να του αντισταθεί. Τον διάλεξε ανάμεσα δεκάδες άλλους, πολύ πιο εντυπωσιακούς και γεμάτους ζωντανά, παλλόμενα χρώματα.
   Θυμάται ακόμη ξεκάθαρα την ημέρα που άνοιγε έναν μεγάλο χακί, λιγδιασμένο σάκο κι έβγαζε από μέσα την κυλινδρική χαρτονένια θήκη που τον περιείχε.
«Επίσης σου πήρα και τούτο ‘δω… Όμως, αν δεν σ’ αρέσει, το παίρνω στο δωμάτιο μου, κανένα πρόβλημα», είπε με παιδιάστικο χαμόγελο καθώς τον έβαζε στα χέρια του πατέρα του. Ο Βίτορ τον ξετύλιξε αμέσως και τον έφερε πολύ κοντά, στην αξύριστη μούρη του. Αφού τον εξέτασε προσεχτικά είπε στον γιο του πως ο πίνακας του αρέσει πολύ, τον θεώρησε πολύ ζωντανό, παρ’ όλο που αναπαριστούσε με αναμφισβήτητη πειστικότητα έναν όλεθρο, μια αποτρόπαια, ολοκληρωτική καταστροφή, μια χαοτική, μαύρη πληγή που- σύμφωνα με τα λεγόμενα του- τον γέμιζε πόνο. Φυσικά και δεν μιλούσε με τις γνώσεις ενός ειδικού αλλά με τη ζέση, την σιγουριά, το πεντακάθαρο βλέμμα ενός απλοϊκού και ταπεινού ανθρώπου απέναντι σε κάτι που τον προκαλούσε και, εν τέλει,  τον ανάγκαζε  να το πιστέψει. Άλλωστε με τη  ζωγραφική δεν είχε την παραμικρή σχέση και την όποια καλλιτεχνική φλέβα είχε την διέθετε φυσώντας στη χειροποίητη φλογέρα του. Μια δικιά του κατασκευή με πολύ μεράκι που του πρόσφερε την καλύτερη ξεκούραση από τον κάματο που έφερνε η αγροτική του δραστηριότητα. Όταν έκανε κάποιο διάλλειμα για να πιει μια γουλιά καφέ ή να καπνίσει κάποιο από τα  άφιλτρα της αρεσκείας του, την έπαιρνε στα χέρια του κι αφού την χάιδευε, όπως θα χάιδευε κανείς τον εύθραυστο λαιμό της ερωμένης του, φυσούσε μέσα της με τόση αγάπη- κι αυτή για αντάλλαγμα πότιζε την ακοή και την ψυχή του με παραδείσιους κελαηδισμούς.
  Και συμπλήρωσε χτυπώντας την θήκη με την παλάμη του: «Υπάρχει πολύ αισιοδοξία εδώ μέσα. Ακούω ένα δακρυσμένο πείσμα να μου λέει πως κάποτε το δάσος αυτό θα αναστηθεί».
     Τον καδράρισε και τον έβαλε στο δωμάτιο του πάνω από το κρεβάτι του. Ανάμεσα από το προσκέφαλο του και τον Εσταυρωμένο.

    Ο Βίτορ πέθανε πολύ γρήγορα. Τις πρώτες πρωινές ώρες μιας μουχλιασμένης, από τη πολύ υγρασία, Μεγάλης Τρίτης. Με μια σεμνή και λιτή τελετή οι ελάχιστοι  κάτοικοι του χωριού αποχαιρέτισαν τον αξιαγάπητο άντρα και τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία, αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, κι ενώ ένα  απρόσμενο κι ανεξήγητο σύννεφο ομίχλης είχε ρουφήξει στα σπλάχνα του το μικρό χωριό.
  Μετά τη κηδεία ο Ρουί επέστρεψε μόνος σπίτι. Όμως δεν του ‘κανε καρδιά να μπει μέσα. Ουσιαστικά  τώρα συνειδητοποιούσε  την αμετάκλητη απουσία του πατέρα του και δεν άντεχε να ‘ρθει  αντιμέτωπος, πρόσωπο με πρόσωπο, μαζί της. Χαλάρωσε, λιγάκι μόνο, τον κόμπο της γραβάτας του κι όπως ήταν ντυμένος με το μαύρο κουστούμι πήγε στην αποθήκη. Έσυρε την σκουριασμένη, μεταλλική πόρτα κι άναψε το φως. Πήγε προς το τρακτέρ. Άρχισε να χαϊδεύει τις λαμαρίνες του. «Τον χάσαμε, πάει τον χάσαμε…»- παρηγορούσε το άψυχο μηχάνημα όμως ήταν ο ίδιος που διψούσε για παρηγοριά.
 Πήδηξε πάνω. Το τρακτέρ,  όλες τις μέρες της αρρώστιας, παρέμενε αδρανές και λυπημένο. Η απαρχαιωμένη μα, σθεναρή μηχανή του μούγκρισε και ξεχύθηκε προς το χωράφι. Τα αμυδρά του φώτα  μάταια προσπαθούσαν να διαπεράσουν την πυκνή ομίχλη. Το τρακτέρ είχε από τότε ετοιμαστεί για όργωμα, με το πολύυνο  άροτρο προσαρμοσμένο πίσω του. Ένα όργωμα που ο Βίτορ δεν μπόρεσε να κάνει ποτέ.
   Δυο- τρία λεπτά αργότερα ο Ρουί, αφού διέσχισε το χωράφι σταμάτησε σε μια παλιά ροδακινιά, κάπου στην άκρη. Ήταν φυτεμένη από τα χέρια του πατέρα του και η μόνη που είχε μείνει από την καλλιέργεια των παλαιοτέρων χρόνων αφού το χωράφι, με τον ερχομό του Ρουί απ’ τα καράβια,  είχε ανανεωθεί εξ ολοκλήρου με καινούργια δέντρα και νέες ποικιλίες. Με έναν μικρό σουγιά, που έβγαλε από την εργαλειοθήκη του τρακτέρ,  και με πολύ επιμέλεια, γονατιστός,  χάραξε πάνω του το όνομα του πατέρα του :

ΒΙΤΟΡ ΝΤΕ ΟΛΙΒΕΪΡΑ.

Και συμπλήρωσε από κάτω:

ΜΕΓΑΛΟΣ ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ.

Και πιο κάτω:

ΑΘΑΝΑΤΟΣ!

    Καθυστερούσε, θαρρούσες επίτηδες, σαν να μην ήθελε να τελειώσει ποτέ. Διέθετε όσο μεράκι είχε και δεν είχε. Όταν κάποια στιγμή τελείωσε έμεινε να το κοιτάζει αποσβολωμένος το αποτέλεσμα της ξυλογλυπτικής του.
  Ένας γνώριμος ήχος τον έβγαλε από την χαύνωση.  Κάπου, όχι πολύ μακριά, ακούστηκε η φλογέρα του Βίτορ.  «Θεέ μου!» ανατρίχιασε ο Ρουί.  Αμέσως έχωσε τον σουγιά  στη τσέπη και περπάτησε προς τα εκεί που ερχόταν η μελωδία. Πάνω που ένιωθε πως πλησίαζε πολύ κοντά, η πηγή της μελωδίας απομακρυνόταν, πήγαινε λίγο πάρα πέρα. Η ομίχλη που εξακολουθούσε να επικρατεί δεν βοηθούσε καθόλου. Ώσπου  στάθηκε ακίνητος σε ένα σημείο κι αφοσιώθηκε στο γητευτικό της άκουσμα. Έγειρε το κεφάλι του ελαφρώς μπροστά . Ο ήχος της με την μορφή αναθρώσκοντος, ασημένιου καπνού έφευγε προς τα πάνω δίνοντας σου την εντύπωση πως αποχαιρετούσε με ταπεινοφροσύνη την ματαιότητα ετούτου του κόσμου και πήγαινε να συναντηθεί με τη ψυχή του Βίτορ. Η συγκίνηση του Ρουί εκδηλώθηκε με ένα ανολοκλήρωτο χαμόγελο υπερηφάνειας, για τον πατέρα του, στο οποίο ανακατευόταν θλίψη και βαθιά ανακούφιση.
  Πίσω του, το τρακτέρ κατηφόρισε μόνο του και όργωσε την υγρή γη ανάμεσα σε δύο σειρές δέντρα, πέρα ως πέρα. Θέλοντας ίσως έτσι να αποτίσει το δικό του φόρο τιμής στο μεγάλο αφεντικό, θέλοντας ίσως έτσι  να θυμίσει στο μικρό αφεντικό πως η ζωή-καλώς ή κακώς-  συνεχίζεται και πως οι δουλειές, με τη ξαφνική αρρώστια του Βίτορ, είχαν μείνει πίσω.
   Ο Ρουί κάθισε όλη νύχτα και τελείωσε ό,τι είχε ξεκινήσει το τρακτέρ από μόνο του. Όργωσε όλο το χωράφι και κάπου -κάπου  άκουγε τη βαθιά, βραχνή φωνή του  Βίτορ να τον επιδοκιμάζει. Αράγιστη, αυστηρή αλλά  γεμάτη αγάπη, όπως  πριν αρρωστήσει.
  Μπήκε στο σπίτι κατάκοπος, ανάβοντας το φως το διαδρόμου. Γαληνεμένος. Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του πατέρα του χωρίς ν’ ανάψει άλλο φως. Η απουσία του έδινε στο σκοτάδι ένα παγερό, μπλε χρώμα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Γύρισε μπρούμυτα, πήρε το μαξιλάρι του στα χέρια του, έχωσε μέσα το πρόσωπο του. Κι άρχισε να το φιλά αδιάκοπα ενώ πνιγόταν από σπαραξικάρδιους λυγμούς. Έτσι τον έκλαψε, για πρώτη και τελευταία φορά.
    Μια  έντονη μυρωδιά φρέσκου πεύκου γέμιζε τα ρουθούνια του και γλύκαινε τη πικραμένη του καρδιά.
 

   * Το παρόν διήγημα αποτελεί μέρος της ανέκδοτης συλλογής διηγημάτων που γράφτηκαν το διάστημα 2002-2004 με τίτλο: Ο ΧΑΡΤΗΣ ΑΙΜΟΡΡΑΓΕΙ (16 σχεδόν παράλογες ιστορίες)