Οι πρώτες κάψες του Μάη με λευκό γαριασμένο μπλουζάκι. Φίλοι ταΐζουν αμηχανία το βλέμμα τους. Μοιράζουν συντροφιές ανέξοδες. Φθορά με καινούρια πατούμενα. Κάτι από καθημερινότητα θα ‘χει πάντα η ζωή.
Η Λ. σπούδασε πιάνο κάποτε. Ρωσίδα, εικοσιπέντε χρόνια λάντζα στην Ελλάδα. Ζει με την άνεργη κόρη της στ’ ανατολικά. Με σπαστά ελληνικά, παραμορφωμένα απ’ την αρθρίτιδα δάχτυλα κι ερεθισμό στο πάνω αριστερό βλέφαρο του ματιού της.
Αδέσποτο σκυλί, κακούργος γονιός, απόγευμα και ανατέλλει σκοτάδι. Μόνο οινόπνευμα και φασαρία. Η ταβέρνα του Μιχάλη άδεια, το κομμωτήριο δυο τετράγωνα πιο κάτω άντρο θλίψης. Σε βρίσκει η σκόνη μες στα μάτια.
Να φύγουμε, λες. Να πάμε κάπου, να γλιτώσουμε.
Από τί να γλιτώσουμε; Από τί;
Απ’ το ανελέητο της ύπαρξης, το σκληρό της ομορφιάς,
το αναγκαίο της ήρεμης ανάσας
Μόνο να γλιτώσουμε
[εικόνα: Franco Fontana, Untitled, 1989]