Ας πιστέψουμε στην αυγή της ψυχρής εποχής

Forugh Farrokhzad
Mετάφραση: Αντώνης Μπαλασόπουλος
Μεταφράσεις από το βιβλίο Sin: Selected Poems of Forugh Farrokzhad

 

Σημείωμα του μεταφραστή

H Forugh Farrokhzad (1934-1967) ήταν μείζονος σημασίας ιρανή ποιήτρια αλλά και κινηματογραφίστρια. Η πρώτη της συλλογή, Η αιχμάλωτη, δημοσιεύτηκε το 1955, όταν η ίδια ήταν μόλις 21 ετών. Ακολούθησε, στα μέσα του 1956, η συλλογή Ο τοίχος, και το 1958, η τρίτη της συλλογή, Εξέγερση, που γράφτηκε μετά από ταξίδια της ποιήτριας στην Ευρώπη και που, όπως προδίδει και ο τίτλος, χαρακτηρίζεται από μια αρκετά τολμηρότερη δυναμική σε σύγκριση με τον κυρίαρχα λυρικό ερωτικό τόνο των δύο πρώτων συλλογών. Αρχίζει να διαφαίνεται, ταυτόχρονα, ο έντονα αντισυμβατικός χαρακτήρας της Farrokzhad, τόσο ως πρωτοφεμινίστριας ποιήτριας όσο και ως γυναίκας που απέρριψε έμπρακτα τη μονογαμία και τους παραδοσιακούς γυναικείους ρόλους. Η τέταρτη της συλλογή, το Μια άλλη γέννα, κυκλοφόρησε το 1964 και αποτέλεσε σταθμό για την συνειδητά μοντερνιστική ιρανική ποιητική. Το ποίημα που μεταφράζεται εδώ, «Ας πιστέψουμε στην αυγή της ψυχρής εποχής», προέρχεται από την ομότιτλη και μεταθανάτια δημοσιευμένη συλλογή της, του 1974. Αποτελώντας μακροσκελή και χαλαρά δομημένη σύνθεση, αποκαλύπτει την πλήρη ωριμότητα της ποιήτριας στον συνδυασμό λυρικών, ερωτικών, στοχαστικών, αλλά και βίαιων κι ακόμη και Αποκαλυπτικών εικόνων, ενώ πιστοποιεί και τον έντονο διάλογο της ποιητικής της με μεγάλους Ευρωπαίους ποιητές όπως οι Φερνάντο Πεσσόα (για παράδειγμα, στο «Καπνοπωλείο» που ο Πορτογάλος δημοσίευσε ως Álvaro de Campos το 1933) και Anna Akhmatova, ή, στην αμερικανική ήπειρο, η σχεδόν απόλυτα σύγχρονή της Sylvia Plath.

Η Farrokzhad απεβίωσε αιφνίδια, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Η μετάφραση είναι από το αγγλικό κείμενο, όπως περιέχεται στον τόμο Sin: Selected Poems of Forugh Farrokzhad, που επιμελήθηκε η ποιήτρια Sholeh Wolpé (University of Arkansas Press, 2007). Στα ελληνικά, η Ελευθερία Τσίτσα έκανε ένα εκτενές αφιέρωμα στη ζωή και το έργο της Forugh Farrokhzad, και ανθολόγησε και μετέφρασε κάποια από τα ποιήματα της για το περιοδικό Ποιητική (Τεύχος 29, 2022). Μια δεύτερη ανθολόγηση ποιημάτων της μπορεί να αναζητηθεί στον τόμο Σιωπές, μτφρ. Γιώργος Μπουρλής, εκδ. Opportuna, 2023.

Ας πιστέψουμε στην αυγή της ψυχρής εποχής

Εδώ είμαι λοιπόν,
μια γυναίκα μοναχική
στο κατώφλι μιας ψυχρής εποχής
στην αρχή της συνείδησης για την σπιλωμένη ύπαρξη της γης
και τη γαλάζια απελπισία του ουρανού
και την ανημπόρια τούτων των χεριών, από τσιμέντο καμωμένων.

Ο χρόνος πέρασε.
Ο χρόνος πέρασε και το ρολόι χτύπησε τέσσερις φορές.
Τέσσερις φορές.
Σήμερα είναι το χειμερινό ηλιοστάσιο
και γνωρίζω το μυστικό των εποχών
γνωρίζω τη γλώσσα των στιγμών.
Ο Μεσσίας κοιμάται στον τάφο
Κι η γη—η φιλόξενη γη—
μας καλεί στη γαλήνη.

Ο χρόνος πέρασε και το ρολόι χτύπησε τέσσερις φορές.

Ο άνεμος φυσά στο σοκάκι.
Ο άνεμος φυσά στο σοκάκι,
και σκέφτομαι για το ζευγάρωμα των ανθών,
τα λεπτά, αναιμικά τους μπουμπούκι
κι αυτή την κουρασμένη, φθισική εποχή.
Ένας άντρας περνά κάτω απ’ τα βρεγμένα δέντρα,
ένας άντρας που οι κλωστές των γαλάζιων φλεβών του
είναι ψόφια φίδια τυλιγμένα
στον λαιμό του, και σφυροκοπούν τους οργισμένους κροτάφους του
μ’ αυτές τις αιμάτινες συλλαβές:

Σαλαάμ
Σαλαάμ.

Και σκέφτομαι για το ζευγάρωμα των ανθών.

Στο κατώφλι μιας ψυχρής εποχής
και στο θρηνητικό πέπλο των καθρεφτών,
στο πένθιμο κατώφλι των αμυδρών αναμνήσεων,
και σ’ αυτό το σούρουπο, γκαστρωμένο απ’ τη σοφή σιωπή,
πώς να φωνάξει κανείς Σταμάτα! σε κάποιον που κινείται
τόσο υπομονετικά,
βαριά,
χαμένος…
Πώς μπορεί να πει κάποιος σ’ αυτόν τον άντρα πως δεν είναι ζωντανός,
πως ποτέ δεν ήταν.

Ο άνεμος φυσάει στο σοκάκι
και τα μοναχικά κοράκια της απομόνωσης
γυρνούν πάνω απ’ τα γέρικα σύδεντρα της ανίας.
Πόσο ταπεινό, το ύψος της σκάλας.

Πήραν μαζί τους μια καρδιά απλή
στα παραμυθένια παλάτια τους
και τώρα
πώς να σηκωθεί κανείς να χορέψει, πώς να αφήσει λυτά
τα παιδικά του μαλλιά σε ποτάμια που ρέουν,
πώς να συντρίψει με τα πόδια το μήλο που επιτέλους έκοψε,
που επιτέλους μύρισε το άρωμά του.

Αγαπημένε, αληθινότερέ μου φίλε,
τέτοια μαύρα σύννεφα περιμένουν τη γιορτή του ήλιου.
Ήταν σαν το πουλί να πέταξε σε μια νοητή γραμμή
σαν τα νέα φύλλα που ανάσαναν αισθαντικά στο αεράκι
να ζούσαν στις παρυφές μιας πράσινης χίμαιρας,
σαν η μαβιά φλόγα που έκαιγε στο παράθυρο
να μην ήταν τίποτε παρά η αθώα φαντασίωση της λάμπας.

Ο άνεμος φυσά στο σοκάκι
και είναι η αυγή της καταστροφής.
Ο άνεμος φυσούσε και τη μέρα που ερειπώθηκαν τα χέρια σου.
Αγαπημένα αστέρια,
αγαπημένα χάρτινα αστέρια,
πώς να βρει κανείς καταφύγιο στους στίχους ηττημένων προφητών
όταν τα ψέματα πλέουν στον αέρα λες κι είναι ο άνεμος;
Θα συναντηθούμε όπως αυτοί που είναι νεκροί χίλια και χίλια χρόνια
και τότε ο ήλιος θα κρίνει την κατάσταση σήψης των κορμιών μας.

Κρυώνω.
Κρυώνω και θαρρώ πως ποτέ πια δεν θα ζεσταθώ ξανά.
Αγαπημένε, αληθινότερέ μου φίλε, Πόσο παλιό ήταν εκείνο το κρασί;
Κοίτα, κοίτα πόσο βαρύς είναι ο χρόνος που στέκει εδώ
και πώς τσιμπολογούν στη σάρκα μου τα ψάρια.
Γιατί με κρατάς πάντα στον βυθό της θάλασσας;
Κρυώνω και απεχθάνομαι τα σκουλαρίκια από όστρακο
κρυώνω και γνωρίζω πως τίποτε δεν θα απομείνει
απ’ τις κόκκινες ψευδαισθήσεις της αγριοπαπαρούνας·
μόνο λίγες σταγόνες αίμα.

Θα αφήσω τις γραμμές
και τους αριθμούς μέτρησης,
και μέσα από τα όρια της γεωμετρίας,
θ’ αναζητήσω καταφύγιο στην ψυχή του απέραντου.
Είμαι γυμνή,
γυμνή, γυμνή. Γυμνή
όπως η σιωπή ανάμεσα στα λόγια αγάπης.
Όλες μου οι πληγές είναι απαιτήσεις της αγάπης,
της αγάπης, της αγάπης, της αγάπης.

Οδήγησα αυτό το περιπλανώμενο νησί μακριά
από τη θύελλα του ωκεανού, μακριά
από την έκρηξη των ηφαιστείων.
Η θραύση ήταν το μυστικό αυτού του άθραυστου σώματος
που γέννησε τον ήλιο με τα ταπεινότερα του κομμάτια.

Σαλαάμ, αθώα νύχτα.

Σαλάαμ σε σένα, τη νύχτα αυτή, που τα μάτια των λύκων μεταμορφώνει
σε κοκάλινες κόχες εμπιστοσύνης και πίστης.
Δίπλα στα ρυάκια σου, οι ψυχές των ιτιών
μυρίζουν τις αγαθές ψυχές των τσεκουριών.
Έρχομαι από έναν κόσμο απαθών σκέψεων, φωνών, λέξεων.
Έναν κόσμο σαν τη φωλιά του φιδιού,
έναν κόσμο από βήματα,
από ανθρώπους που σ’ αγκαλιάζουν, κι όμως την ίδια ώρα
πλέκουν με τη σκέψη τους σκοινιά να σε κρεμάσουν.

Σαλαάμ, ενάρετη νύχτα.

Υπάρχει πάντοτε ένα χάσμα
ανάμεσα στο παράθυρο και στο οράν.
Γιατί δεν κοίταξα;
Εκείνη τη φορά ο άντρας πέρασε κάτω απ’ τα βρεγμένα δέντρα…
Γιατί δεν κοίταξα;
Νομίζω πως η μάνα μου έκλαψε τη νύχτα εκείνη,
τη νύχτα που ένιωσα τον πόνο κι ένα πλάσμα να σχηματίζεται στη μήτρα μου,
τη νύχτα που έγινα μια νύφη-ακακία, τη νύχτα
που τα γαλάζια πλακάκια του Ισφαχάν αντήχησαν, κι αυτός που ήτανε μισός εγώ
επέστρεψε στη μήτρα μου.
Είδα την αντανάκλασή του, καθαρή και λαμπερή σαν τον καθρέφτη
και ξαφνικά με κάλεσε κι έγινα νύφη-ακακία…

Νομίζω πως η μάνα μου έκλαψε τη νύχτα εκείνη.
Πόσο άχρηστο, το φως που έπεσε σ’ αυτή την κλειστή πόρτα.
Γιατί δεν κοίταξα;
Όλες οι στιγμές ευτυχίας ήξεραν
πως τα χέρια σου θα ερειπωθούν,
κι όμως δεν κοίταξα.
Δεν κοίταξα μέχρι να ανοίξει η πόρτα του ρολογιού
και το θλιμμένο καναρίνι να τραγουδήσει τέσσερις φορές,
τέσσερις φορές,
και συνάντησα τη μικρή γυναίκα
με τα μάτια σαν την άδεια φωλιά του φοίνικα.
Με κάθε της βιαστικό βήμα ήταν σαν
να κουβαλούσε την παρθενία των πολυτελών μου ονείρων
στο σκοτεινό κρεβάτι της νύχτας.

Θα χτενίσω ποτέ ξανά τα μαλλιά μου με τον άνεμο;
Θα φυτέψω ποτέ ξανά μοβ πανσέδες στον κήπο
θα βάλω τα γεράνια στον ουρανό, πίσω απ’ το τζάμι του παραθύρου;
Θα χορέψω ποτέ ξανά στα πρόσωπα των ποτηριών του κρασιού;
Θα περιμένω ποτέ ξανά με αδημονία τον ήχο του κουδουνιού της πόρτας;

Είπα στη μάνα μου: Αυτό είναι το τέλος.
Θα συμβεί πριν το καταλάβεις·
ας στείλουμε τη νεκρολογία μου στις εφημερίδες.

Κούφιος άνθρωπος.
Κούφιος άνθρωπος, όλο εμπιστοσύνη.
Κοίτα τα δόντια του, πώς τραγουδάνε ενώ μασάνε
και τα μάτια του, πώς καταβροχθίζουν ενώ κοιτούν,
και πώς περνά κάτω από τα βρεγμένα δέντρα:
υπομονετικά,
βαριά,
χαμένος,
στην τέταρτη ώρα,
τη στιγμή ακριβώς που οι γαλάζιες του φλέβες,
τυλιγμένες στον λαιμό του σαν ψόφια φίδια,
σφυροκοπούν τους οργισμένους κροτάφους του
μ’ αυτές τις αιμάτινες συλλαβές:
Σαλαάμ
Σαλαάμ.

Έχεις μυρίσει
ποτέ σου
αυτά τα τέσσερα νούφαρα;…

Ο χρόνος πέρασε.
Ο χρόνος πέρασε και έπεσε η νύχτα
στα γυμνά άκρα της ακακίας,
γλίστρησε στην επιφάνεια των παραθύρων,
κι έγλειψε, με την ψυχρή του γλώσσα,
τ’ απομεινάρια της μέρας.

Πού ήμουν;
Που ήμουν και μυρίζει τόσο πολύ νύχτα το κορμί μου;
Ο τάφος είναι ακόμη μαλακός—
μιλάω για τον τάφο δυο πράσινων, νεανικών χεριών…

Πόσο ευγενικός ήσουν, αγαπημένε, αληθινότερέ μου φίλε,
πόσο ευγενικός όταν ξάπλωσες
πόσο ευγενικός όταν έκλεισες τα βλέφαρα των καθρεφτών,
όταν χαλάρωσες τους γλόμπους που κρέμονταν από τα καλώδια των κλαδιών,
και μ’ οδήγησες στα λιβάδια της αγάπης μέσα απ’ το σκοτάδι,
μέχρι που κείνος ο μεθυστικός ατμός που έρχεται στο κατόπι της φωτιάς της δίψας
κατακάθισε στα πεδία του ύπνου.

Και τα χάρτινα αστέρια, που περιστρέφονται γύρω απ’ την αιωνιότητα,
γιατί μίλησαν φωναχτά;
Γιατί πήραν την όραση ως τον οίκο των επισκέψεων;
Γιατί πήραν το χάδι ως τη σεμνότητα των μαλλιών της παρθένου;
Κοίτα πώς καρφώθηκε στον σταυρό των ανησυχιών
αυτός που μιλούσε με λέξεις,
χάιδευε με τα μάτια, ημέρευε με το άγγιγμα.
Πώς τα κλαδιά των δαχτύλων σου,
σαν πέντε γράμματα αλήθειας,
άφησαν σημάδια στο μάγουλό της.

Τι είναι η σιωπή, τι είναι, έμπιστέ μου φίλε;
Τι είναι η σιωπή παρά λόγια που δεν λέγονται;
Δεν έχω λόγια, αλλά η γλώσσα των σπουργιτιών
είναι η άκαμπτη, ευφορική ροή της φύσης.
Η γλώσσα των σπουργιτιών σημαίνει: άνοιξη, φύλλα, άνοιξη.
Η γλώσσα των σπουργιτιών σημαίνει: αεράκι, άρωμα, αεράκι.
Η γλώσσα των σπουργιτιών πεθαίνει στο εργοστάσιο.

Ποια είναι αυτή, που περπατάει στον δρόμο της αιωνιότητας
προς τη στιγμή της τήξης; Ποια είναι αυτή, που κουρδίζει το ρολόι της
με την παιδιάστικη λογική αφαιρέσεων και προσθέσεων;
Αυτή, για την οποία η μέρα δεν ξεκινά
με το λάλημα του κόκορα, αλλά με το άρωμα του πρωινού;
Αυτή, που φορά το στέμμα της αγάπης,
και μαράθηκε μέσα στις πτυχές του νυφικού της;

Κι έτσι στο τέλος
ο ήλιος δεν έλαμψε αμέσως και στους δυο πόλους της απελπισίας.
Στράγγισες την ηχώ των γαλάζιων πλακακιών.

Είμαι τόσο ξέχειλα γεμάτη που ο κόσμος προσεύχεται στη φωνή μου…

Τυχερά πτώματα.
Κουρασμένα πτώματα.

Σιωπηλά, σκεφτικά πτώματα.
Κοινωνικά, σικ, καλοταϊσμένα κουφάρια
στους σταθμούς της κανονικότητας
και κάτω από ύποπτα προσωρινά φώτα
αγοράζετε τα σάπια φρούτα της ματαιότητας…

Πώς στέκονται στις διαβάσεις, ανησυχώντας για ατυχήματα
και οι σφυρίχτρες διατάζουν Στοπ!
την ίδια τη στιγμή που ένας άντρας
πρέπει, πρέπει, πρέπει
να συντριβεί απ’ τους τροχούς του χρόνου,
ένας άντρας που περνά κάτω από βρεγμένα δέντρα…

Πού ήμουν;

Είπα στη μάνα μου: Αυτό είναι το τέλος.
Θα συμβεί πριν το καταλάβεις·
ας στείλουμε τη νεκρολογία μου στις εφημερίδες.
Σαλαάμ, αλλόκοτη μοναξιά.
Σου εκχωρώ αυτό το δωμάτιο επειδή
τα μαύρα σύννεφα είναι πάντοτε προφήτες
νέων, εξαγνιστικών στίχων,
και στο μαρτύριο του κεριού βρίσκεται ένα θεσπέσιο μυστικό,
που συλλαμβάνεται απ’ την στερνή, την πιο ψηλή του φλόγα.

Ας πιστέψουμε,
ας πιστέψουμε στην αυγή της ψυχρής εποχής.
Ας πιστέψουμε στην καταστροφή των φανταστικών κήπων,
στα άπραγα, αντεστραμμένα δρεπάνια,
στους έγκλειστους σπόρους.

Κοίτα πώς χιονίζει…

Ίσως η αλήθεια να ήταν αυτά τα δύο νέα χέρια,
αυτά τα νέα χέρια
που θάφτηκαν κάτω απ’ το χιόνι—
και την επόμενη χρονιά
όταν ζευγαρώνει η άνοιξη με τον ουρανό πίσω απ’ το παράθυρο,
να εκραγούν συντριβάνια δεντρύλλια
δεντρύλλια που ανθίζουν, αγαπημένε, αληθινότερέ μου φίλε.

Ας πιστέψουμε στην αυγή της ψυχρής εποχής…

 

Σύντομο βιογραφικό του μεταφραστή

Αντώνης Μπαλασόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμο Κύπρου, όπου διδάσκει αγγλόφωνη πεζογραφία του 18ου και του 19ου αιώνα, κριτική θεωρία και συγκριτικές λογοτεχνικές σπουδές. Στο ερευνητικό πεδίο έχει δημοσιεύσει πλειάδα άρθρων σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους στο εξωτερικό και έχει επιμεληθεί, ανάμεσα σε άλλα, τους τόμους Χώρες της Θεωρίας: Ιστορία και γεωγραφία των κριτικών αφηγημάτων (με τον Απόστολο Λαμπρόπουλο, Μεταίχμιο, 2010), Reading Texts on Sovereignty (με τη Στέλλα Αχιλλέως, Bloomsbury Academic, 2021) και τη νέα έκδοση του The English Utopia του A.L. Morton (Peter Lang, 2023). Έχει επίσης εκδώσει τέσσερις συλλογές ποίησης, μία διηγημάτων (Ο Κύβος και άλλες ιστορίες, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας Κύπρου 2021) και δύο αφορισμών και δοκιμίων, καθώς και μια ανθολογία αμερικανικής ποίησης σε μετάφραση (Νέα Αγγλία: Dickinson, Frost, Stevens, 2022). Το πιο πρόσφατο λογοτεχνικό του έργο, Το βιβλίο των χεριών, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θράκα. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε μετάφραση στα περιοδικά Poetica Review, Ekphrastic Review, Evening Street Review και Wayne Literary Review.