Οι δυο τους
Η Μαρία έβαλε τα δυο της παιδιά στο κρεβάτι και τα φίλησε. Η Κική στα δώδεκα και ο Τάκης στα δέκα. Η αίσθηση της αγάπης και της ασφάλειας που ένιωθαν τα παιδιά, όταν η μητέρα τους τα φιλούσε και τα χάιδευε, ήταν ανεκτίμητη.
Ο πατέρας τους, ο Αντώνης, δεν είχε φανεί ακόμα. Πηχτό το σκοτάδι και ο φόβος πηχτότερος. 1947. Δεκατρία χρόνια πριν, την ημέρα του γάμου τους της είπε: «Θα’ναι δύσκολα. Πλούσιοι δεν είμαστε και το χωριό φτωχό. Μα θα παλέψουμε. Οι δυο μας.»
Με το τέλος του πολέμου κατέβηκαν από το χωριό στην πόλη και πάλευε ο Αντώνης, ψευτοδουλεύοντας στο αγώι, να τους κρατήσει ζωντανούς. Το σπίτι και το χωριό συντρίμμια από τους βομβαρδισμούς του ’44. Ζωή δεν υπήρχε, με τον εμφύλιο να μαίνεται.
Βρήκαν ένα άδειο χαμόσπιτο στην πόλη και χώθηκαν. Οι προηγούμενοι , τους είπαν, τους έσφαξαν οι Γερμανοί στο χωριό του κάμπου. Είχαν πάει για το γάμο. Τους σκότωσαν όλους, και τη νύφη με το γαμπρό. Η Μαρία είχε πουλήσει ό,τι κοσμήματα είχε πάνω της για λίγο αλεύρι ή λάδι. Η Κική γυρνούσε όλη μέρα για ξύλα και νερό. Με κάτι πελώρια παπούτσια που βρήκε στο σπίτι, τα βήματά της μπερδεύονταν, έπεφτε, γυρνούσε με τα γόνατα γεμάτα αίματα. Ο Τάκης, λιπόσαρκος και ασθενικός, παρόλη την πνευμονία που κόντεψε να τον στείλει στον άλλο κόσμο στα τέσσερά του, φώναζε με όση δύναμη είχε απομείνει στα ασθενικά σωθικά του: «Φυστίκιαααα! Ζεστάαα, τραγανάαα!» στους ανηφορικούς μαχαλάδες της πόλης και στην πλατεία. Του είχε εμπιστευθεί το εμπόρευμα ο θείος του, βοηθώντας τους έτσι στην αρχή της εγκατάστασής τους στην πόλη.
Η Μαρία αποκοιμήθηκε στο τραπέζι κοντά στο ξημέρωμα. Ο Αντώνης, άφαντος. Το πρωί την ειδοποίησε ο αδερφός του. Τον έπιασαν, κάρφωμα ήταν. Καταδότες γνωστοί οι αδερφοί Χ. Μαζί με άλλους , θα τον έστελναν στη Μακρόνησο. Ο Αντώνης της είχε αναφέρει, όταν πιάσανε ένα άλλο αγωγιάτη, ότι κάποιοι δε γυρνάνε από κει.
Τα παιδιά ξύπνησαν και τη βρήκαν κλαμένη. «Μην κλαις, μάνα, έχεις τους δυο μας,» της είπε ο Τάκης και έδειξε την αδερφή του και τον ίδιο. «Θα παλέψουμε, όπως λέει και ο πατέρας.»
Δεν μπόρεσε να κρατήσει την υπόσχεσή του. Τον επόμενο χειμώνα τα πνευμόνια του δεν άντεξαν. Τον Αντώνη τον ρήμαξαν κι αυτόν και το ’49 πέθανε στο Μακρονήσι. Έμεινε η Μαρία με την Κική. Οι δυο τους. Να παλεύουν.
Σύντομο βιογραφικό:
Η Γιάννου Βασιλική κατάγεται από την Άρτα και ζει στη Θεσσαλονίκη από το 1989. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και κάτοχος ΜΑ στις Σπουδές στην Εκπαίδευση (Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση) από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Κύπρου. Υπηρετεί ως εκπαιδευτικός στη Μέση εκπαίδευση. Είναι μέλος του Ομίλου για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα, των ευρωπαϊκών EuroClio και Europeana και του PEN Greece. Έχει δημοσιεύσει σε διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά βιβλιοκριτικές και διηγήματα.