Τα φουσκωτά
Ο Τελαμώνας είχε κατέβει από νωρίς και θέριζε ολοσχερώς και αδιακρίτως, μα ο κόσμος τριγύρω δεν έμοιαζε να τό’χει πάρει χαμπάρι. Εκτός από αυτές τις αρκετά κοινές περιπτώσεις όπου ο φόβος, η απόγνωση, η απελπισία, ασχέτως αντικειμένου, και αφορώντας εναλλάξ αλλά και ταυτόχρονα τον COVID-19, την πορεία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, τον αυξημένο αριθμό αυτοκτονιών, τη διεθνή τρομοκρατία, την ερωτική απαγοήτευση, το επαγγελματικό αδιέξοδο, το υπαρξιακό κενό, το συμπαντικό χάος, τις προφητείες του πατέρα Παϊσιου ή την τιμή των πορτοκαλιών στη λαϊκή, εκφράζονταν στο γνώριμο πρόσωπο της καθημερινότητας, η οποία, αφού όλα αλλάζουν δραστικά, όπως θα έλεγε κανένας κοινωνιολόγος ή καμιά ετικέτα σιροπιού κατά της δυσκοιλιότητας, δεν μπορεί παρά να παραμείνει η ίδια.
Άγριο καλοκαίρι. Απ’αυτά που κρέμονται από μια κλωστή. Κι έχεις την αίσθηση πως αν σπάσει, δεν υπάρχει πια δίχτυ από κάτω. Έτσι, η σπασμένη κλωστή γίνεται τρύπιο δίχτυ. Είναι σαν να ισορροπείς πάνω σ’ένα τεντωμένο σκοινί. Και μερικοί νιώθουν να πνίγονται, όταν το σκοινί γίνεται θηλειά. Άλλοι πάλι όχι.
Άγριο καλοκαίρι. Θέμα επιβίωσης, έπρεπε ν’αλλάξω δέρμα. Γι’άλλη μια φορά. Με τη διαφορά ότι, αυτή τη φορά, δεν υπήρχε άλλο από κάτω. Πάπαλα. Τέρμα τα δίφραγκα. Έγκαυμα τρίτου βαθμού, το μόνο που σου μένει είναι να παραμείνεις εσύ, και πολύ σου είναι. Αν τα καταφέρεις. Diadermine: γιατί δέρμα είναι μόνο ένα.
Άγριο καλοκαίρι. Κι αυτή ή επίμονη αίσθηση ότι, αυτό που αλλάζει, αυτή τη φορά, αφού τίποτα πια δε μπορεί να αλλάξει, αυτό που συμβαίνει για πρώτη φορά και ανεπιστρεπτί, είναι ακριβώς το γεγονός ότι τίποτα πια δε μπορεί να αλλάξει. Αυτό που αλλάζει, είναι ότι τώρα δεν έχεις να χάσεις πια τίποτα. Μα αυτό είναι από μόνο του μια απώλεια. Ή ένα κέρδος. Ποιός ξέρει;
Μερικές μέρες αφ’ότου φτάσαμε στο νησί, κατέβηκα στην παραλία από νωρίς. Ερημική, με σχετικά δύσκολη πρόσβαση από απότομο κατσικόδρομο, νοτιοδυτική, τόσο ώστε να κόβει το βοριά που ξεχυνόταν από την ενδοχώρα (τον λεγόμενο και κατεβατό) αφήνοντας τα γαλαζοπράσινα στυλ καρτποστάλ του ΕΟΤ νερά γαλήνια, μόλις διαγράφοντας στην επιφάνεια ένα ελαφρύ ρυτίδιασμα που έφευγε προς τα ανοιχτά. Ο κατσικόδρομος γινόταν κάποια στιγμή μονοπάτι που κατέληγε στην παραλία, αφού πρώτα είχε περάσει από ένα μικρό, προφανώς τεχνιτό πλάτωμα. Τριγύρω, ησυχία. Βότσαλο και άμμος. Κάτω από τα βράχια στη δεξιά πλευρά της παραλίας, οι δυο-τρεις φυσικές καβάντζες – η μια μάλιστα απ’αυτές παρείχε σκιά καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας – είχαν ήδη καταληφθεί από τον Στέλιο που διάβαζε ένα βιβλίο, ένα ζευγάρι ξαπλωμένο και ίσως κι ένα άλλο άτομο, πάντως η ηρεμία ήταν απόλυτη και δεν θα καταλάβαινες πως δεν είσαι μόνος αν πού και πού, ενναλάξ, κάποιοι από αυτούς δεν έμπαιναν στη θάλασσα για να δροσιστούν. Ελλείψει αξιοπρεπούς φυσικού σκιάσματος, προχώρησα λίγο πιο πέρα, και έστησα με το παρεό ένα πρόχειρο τεχνιτό, κάτω από ένα βράχο. Και άραξα.
Λίγο πιο δεξιά, στην άκρη της παραλίας και πίσω από το βράχο που είχα ξαπλώσει, ένα φουσκωτό. Μέσα στο φουσκωτό ένας κύριος και μια κυρία μάλλον προκεχωρημένης ηλικίας (ο πεθερός και η πεθερά) άδειζαν με ένα κουβά νερά από το σκάφος. Πιο έξω, στην παραλία, μια μεσήλιξ κυρία έπαιζε με δύο παιδιά, όχι πάνω από δέκα χρονώ έκαστο, ένα κοριτσάκι και το Μιχαλάκη, ή μάλλον τα απασχολούσε προκειμένου η μάσκα και τα βατραχοπέδιλα που περιείχαν τον σύζυγό της να του επιτρέψουν μια προσωρινή φυγή από τις οικογενειακές υποχρεώσεις επαναφέροντάς τον για λίγο στην παιδική του ηλικία, τότε που ήταν ανέμελος, πριν το Μιχαλάκη, και που μπορούσε για ώρες να εξερευνά τον υποβρύχιο κόσμο, όχι χωρίς ένα αίσθημα θαυμασμού και παιδικού δέους, αλλά και μιας γλυκιάς και ασυνείδητης ακόμα μελαγχολίας, σαν πρόωρη ανάμνηση αυτού που επρόκειτο να χαθεί στο μέλλον και να αναζητείται μάταια σε μια ερημική παραλία των Μικρών Κυκλάδων.
Ο Μιχαλάκης πού και πού έμπηγε κάτι τσιρίδες που έσκιζαν την πνευματική ησυχία του λιωσίματός μου, αλλά τελικά όχι τόσο βίαια όσο αν βρισκόμουν πιο κοντά στο νερό, πάντως, ο αδαής, ανήμπορος να φανταστώ τι έμελλε να ακολουθήσει, κάποια στιγμή δεν κρατήθηκα. « Σκάσε Μιχαλάκη. » Φυσικά δεν με άκουσαν. Τη στιγμή όμως που έκανα να σηκωθώ για να το διαπιστώσω, διέκρινα πίσω από το βράχο που μου έκρυβε τη μισή σχεδόν παραλία, δύο άλλα φουσκωτά να καταφθάνουν ταυτόχρονα, σε γωνία σχεδόν 80 μοιρών. Τη στιγμή που οι πορείες τους τείνουν να διασταυρωθούν, τουλάχιστον απ’το δικό μου οπτικό σημείο, ένα τρίτο (δηλαδή τέταρτο) φουσκωτό περνά ανάμεσά τους και επιβραδύνοντας, με αριστοτεχνικό τρόπο γλυστρά πάνω στο αμμουδερό τμήμα της παραλίας. Μέσα στο φουσκωτό, τρεις φουσκωτοί, ο εις εκ των τριών μεν πιο φουσκωτός από τους άλλους (στυλ ανοιχτό αίρμπαγκ), αμφότεροι και οι τρεις δε περιβεβλημένοι μπεζ βερμούδας και μελανού πόλου, που τους έκανε να μοιάζουν ένστολοι σε διακοπές. Πράγμα που προφανώς δεν ήταν ακριβές παρά κατά το (πρώτο) ήμισυ.
Οι δύο εκ των φουσκωτών του φουσκωτού, ο Αίρμπαγκ και ένας προφανώς νεότερός του, πιο φιτ, βάλθηκαν να κατεβάζουν στην παραλία κοντά μισή ντουζίνα βαλίτσες, εκ των οποίων μερικές με έντονα χρώματα, που δημιούργησαν για μια στιγμή την οπτική εντύπωση μιας σειράς φωτογραμμάτων από φίλμ σέβεντις με τη Ρένα Βλαχοπούλου κατά σατανική αμέλεια ριγμένων μέσα στην Αναπαράσταση του Θόδωρου Αγγελόπουλου, καθώς και δυο-τρεις τσάντες με ψώνια, όχι του τύπου σούπερ μάρκετ. Ο τρίτος φουσκωτός παρέμεινε μέσα στο φουσκωτό μετά του οποίου και αναχώρησε προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει. Καλά ξεκουμπίδια.
Όμως, παράλληλα με όλα αυτά, μια παρέα άλλη μισή ντουζίνα, νεαρά άτομα αυτή τη φορά, είχε κατέβει απ’το μονοπάτι συμβάλλοντας με τον τρόπο της στην απότομη δημογραφική έκρηξη φουσκωτών (δύο ειδών), τουριστών και βαλιτσών στην προ ολίγου έρμη και νυν φουκαριάρα τούτη παραλία. Ο εις εκ των φουσκωτών, ο πιο νεαρός, ο Φιτ, παίρνει μια βαλίτσα στό’να χέρι, μια άλλη στο άλλο, μια τρίτη, πιο μικρή κάτω απ’ τη δεξιά μασχάλη, και κινά με δυναμισμό, αξιοπρόσεκτο κάτω από τον καυτό ήλιο, να ανεβαίνει το μονοπάτι που οδηγούσε απ’την παραλία στο πλάτωμα, ενώ ο Αίρμπαγκ παραμένει στην παραλία να τον κοιτάει. Ο πρώτος σταματά για λίγο, γυρίζει και λέει κάτι στο δεύτερο, βρίσκομαι αρκετά μακριά για να μην μπορώ να ακούσω τί, έπειτα ξαναζώνεται τις βαλίτσες για να τις αφήσει τελικά στην άκρη του πλατώματος, πριν πάρει το δρόμο του γυρισμού. Μιά και δυό, παίρνει τις υπόλοιπες βαλίτσες και ξεκινά να επαναλάβει το δρομολόγιο, αυτή τη φορά συνοδεία του Αίρμπαγκ τον οποίο έχει ιπποτικά αφήσει να κουβαλάει μόνο τις τσάντες με τα ψώνια, κρεμασμένα στους αγκώνες του. Εκείνη περίπου τη στιγμή ο τρίτος των σωματοφυλάκων-φουσκωτών καταφθάνει εκ νέου μεταφέροντας ουχί τον Ντ’Αρτανιάν αλλά τρεις επιβάτες θυλικού φύλου, μια μεσήλικα καλοδιατηρημένη γυναίκα (η μαμά), ένα μικρό κορίτσι όχι πάνω από δέκα ετών, όπως ο Μιχαλάκης τον οποίο εννοείται πως έχω ξεχάσει προ πολλού, και δύο έφηβες δεσποινίδες, μια ξανθιά και μια μελαχρινή (οι κόρες;) – η πραγματικότητα ακολουθεί το κλισέ – όλες ντυμένες σε άψογο ελβετο-αιγαιοπελαγίτικο στυλ. Αφού απεβιβάσθησαν εκ του ταχυπλόου βοηθεία του οδηγού αυτών, αι εν λόγω γυναίκαι ήρχισαν όπως αναβαίνουσι εις το προαναφερθέν πλάτωμα όπου τις ανέμενον καρτερικώς αι αποσκευαί αυτών. Περιττό να πώ πως το θέαμα έχει τραβήξει την προσοχή όλης της πανίδας της παραλίας, η οποία ξαφνικά βρέθηκε σέ μια τηλεοπτική υπερπαραγωγή χωρίς οθόνη και αδημονεί να δει τη συνέχεια.
Ταυτόχρονα, πριν, μετά, δεν ξέρω, γιατί κι εγώ έχω ήδη αρχίσει να νομίζω ότι βρίσκομαι σε παραίσθηση έλληνα μικρομεσαίου, σκάνε άλλα δύο φουσκωτά με μια πολυπληθή παρέα ανήλικων εφήβων, αγοριών και κοριτσιών, συνοδευόμενων από περιορισμένο αριθμό ενηλίκων. Η παρέα αυτή δεν αρκέστηκε στο να ρίξει άγκυρα λίγο πιο ανοιχτά, όπως τα περισσότερα από τα φουσκωτά παρευρισκόμενα στο θαλάσσιο ντράιβ-ιν, αλλά, παίρνοντας προφανώς την παραλία για υπόγειο γκαράζ του Μαρινόπουλου ή του Σκλαβενίτη, ήρθε κι άραξε έξω έξω, κολλώντας το ένα σκάφος δίπλα στο άλλο και φωνασκώντας ασυστόλως σε συχνότητες ανάλογες με το στάδιο του μεταφωνισμού του καθενός τους. Το μόνο που έλειπε τώρα για να ολοκληρωθεί η τιμωρία μου για την αλαζονεία μου να περιμένω υπερβολικά πολλά από τις λιγοστές πραγματικές διακοπές μου, ήταν οι ρακέτες.
Όμως, αντί για ρακέτες, εκείνη τη στιγμή ακούγεται ένας βόμβος και φτάνει από το πουθενά ένα… ελικόπτερο, που έρχεται και προσγειώνεται σιγά σιγά στο πλάτωμα που τώρα καταλάβαινα πως χρησίμευε ως ελικοδρόμιο. Η υπερπαραγωγή έφτανε στο αποκορύφωμά της. Έκθαμβοι οι λουόμενοι παρατηρούσαν το απαύγασμα του μεσογειακού γκλάμουρ να ενσαρκώνεται μπροστά στα μάτια τους με τη μορφή από μηχανής θεού. Σ’αυτό το σημείο, δεν άντεξα. Βούτηξα στη θάλασσα και τράβηξα κάτι απεγνωσμένες απλωτές να μην τους βλέπω όλους αυτούς, μόνο μπλέ και πράσινο, και φυσαλλίδες, και τα λαμπιρίσματα του ήλιου στο νερό…
Κοιτάζοντας από το ύψωμα φεύγοντας, μέτρησα στην παραλία εφτά φουσκωτά.
Βαγγέλης Αθανασόπουλος