ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΜΠΑ
εκδ. Εκάτη
Πάντα ελπιδοφόρο, μα και πάντα ριγοφόρο το να βλέπεις να ξεπετάγονται εμπρός σου ουτοπίες. Τόποι που δεν υπήρξαν μέχρι την στιγμή που έγιναν αντικείμενο μιας υπολογισμένης περιγραφής, χώρος όπου κάποιος Μύθος εκτυλίσσεται. Ένας Μύθος άξιος αφήγησης. Τέτοιος τόπος η Άλμπα. Ουτοπία με τα όλα της. Ένα κατοικημένο ενδεχόμενο. Σε αυτήν ο άνθρωπος είναι μια κλωστή θαυμάτων ραμμένη σε αντίο –υπέροχος στίχος.
Η Άλμπα είναι βγαλμένη από τα βάθη του υποσυνείδητου. Δίχως οριοθετήσεις, δίχως σχήμα, δίχως περιγράμματα. Το χρώμα είναι σχήμα. Ο ουρανός ρουφάει τα κτήρια. Οι αποστάσεις διαρκούν 10 λεπτά. Όλες οι αποστάσεις. Η βροχή μπαίνει, στα σπίτια της και το έξω χάσκει αδιάβροχο. Οι νεκροί αλλάζουν πλευρό ταυτόχρονα με αποτέλεσμα να αλλάζει θέση στον χάρτη η Ανατολή και η Δύση. Αυτά και δεκάδες ακόμα μικρά αμετάκλητα θαύματα επιχειρεί ο Αρχιτέκτονας-Οικιστής να οριοθετήσει, να σχηματοποιήσει και να ορίσει. Φτιάχνει γειτονιές, τις χωρίζει, κατονομάζει για κάθε μια ό,τι την χαρακτηρίζει. Το αναπάντεχο, το ανοίκειο και το παράλογο, χρησιμοποιούνται μαεστρικά από τον Τσαλαπάτη ώστε να δοθεί γλώσσα στο Άρρητο του Ονείρου, από το οποίο η γυναικεία τούτη πολιτεία έχει ξεπηδήσει και να περιγραφούν όλα εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν το χώμα, τον αέρα και τους ανθρώπους της Άλμπα.
Η αποτυπωμένη Άλμπα είναι ό,τι περίσσεψε. Μας την παρουσιάζει κάποιος που μαθαίνει πώς συντάσσεται εκείνο που λιγοστεύει, ένας σιωπηλός που την προσφέρει σε εκείνους που σιώπησαν. Τέτοιος ο ποιητής. Τέτοιοι κι εμείς. Επισκέπτες ενός μουσείου στο οποίο ακίνητοι απορούμε, κι έτσι έκθετοι στη νεόκοπη απορία καταλήγουμε εκθέματα- η αλληγορία της σημερινής εποχής σε μια από τις πιο ευφυείς της εξεικονίσεις. Κι ο χρόνος πάντα κυκλικός και αιώνια αυτοτροφοδοτούμενος είναι εκείνος που μας σπρώχνει να γαντζωνόμαστε στα κλαδιά, όχι για να μην πέσουμε, αλλά για να σφίξουμε όλο το πέταγμα που περίσσεψε από τη μέρα μας. Αυτό το ιερό υπόλοιπο που τροφοδοτεί την υπόγεια κι ονειρική ζωή μας. Τέτοια η Άλμπα.
Ως εκ τούτου έχει γειτονιές, όπου κυριαρχεί το κομμάτι μας το εφιαλτικό. Εκείνο που κουβαλά το αίμα το φερμένο από τα σπλάχνα της γης ως το κατώφλι της πόρτας μας. Οι βρύσες τότε μένουν ανοιχτές να τρέχουν όλη μέρα –εξιλέωση;- κι έπειτα με βόλτες και ακατανόητα μουρμουρητά η υπόλοιπη μέρα κυλά –άλλη μια κοφτερή αλληγορία για την υπόγεια σχέση όλων μας με αυτό που θα γίνει Ιστορία. Άλλωστε όσο μεταφυσικό κι αν είναι το ένδυμα της Άλμπα, δεν παύει ταυτόχρονα να προσφέρει μια υπερρεαλιστική αναπαράσταση της Ιστορίας: Παλιότερα τα ασανσέρ δεν γνώριζαν πώς να μετακινηθούν προς τα κάτω και ολόκληρη η πόλη μοιραζόταν ένα και μόνο φακό και την πίσσα που αφήνει στο βήμα το μαύρο. Πλέον άνθρωποι ξεχύνονται με απόχες και κλούβες κυνηγώντας το λίγο που γίνεται πολύ, όταν το πολύ δεν φτάνει. Δίπλα σε αυτούς, τους τόσους πολλούς, άνθρωποι χάνουν την σκιά τους στη φλόγα ενός σπίρτου και η ηλικία ενός κοριτσιού είναι άντρες γεμάτοι σώμα, ηλικία και ύψος.
Μιλώντας πιο αποστασιοποιημένα και κάπως ψυχρότερα θα μπορούσα να υποστηρίξω πως ο Τσαλαπάτης κατορθώνει το πλέον δυσχερές στους καιρούς μας: την ανοικείωση, το σμπαράλιασμα των νοητικών αυτοματισμών του αναγνώστη . Ο τελευταίος ξεβολεύεται από τον ορίζοντα των προσδοκιών που του γεννά σε γενικές γραμμές η νεωτερικότητα του παρόντος ποιητικού τρόπου. Ναι, η Άλμπα ξεβολεύει, θέλει αναγνώστες τροχισμένους από τα δόντια του Ονείρου. Η περιπαιχτικότητα της μορφής, με τις κοφτές πεζολογικές φράσεις τοποθετημένες έτσι ώστε να ξαφνιάζουν, υπηρετούν μια μεταφυσική που συνήθως μετέρχεται άλλους πιο πυκνούς τρόπους. Την ίδια στιγμή η παιγνιώδης καταβολή της γραφής του δεν φείδεται φιλοσοφικού βάθους. Θα έλεγε κανείς πως είναι αποτέλεσμα του τελευταίου. Η Πέμπτη γειτονιά της Άλμπα με τους τρεις δολοφονημένους Νίτσε έρχεται να αποδώσει με τον γλαφυρότερο τρόπο το πώς ο ποιητής ενσωματώνει στο ποιητικό του Σύμπαν τις προσωπικές προσλαμβάνουσες από τις κλασσικές και παραδοσιακές δεξαμενές Πνεύματος. Το χιούμορ γίνεται κλειδί εμβάθυνσης.
Στην έβδομη γειτονιά της Άλμπα θαρρώ πως ο Αρχιτέκτονας, τοποθέτησε την πυρηνική ιδέα ολόκληρου του ποιητικού του αποτελέσματος. Αυτή εκφράζεται μέσω εκείνων που αφηγούνται για να καθησυχάσουν τον εαυτό τους πως αυτοί οι ίδιοι είναι αληθινοί., έχοντας οικοδομήσει μια εντελώς προσωπική γλώσσα, ακατάληπτη στο πρώτο άκουσμα, οικεία στην συνέχεια. Κάθε λέξη, κάθε φράση, κάθε παύση είναι επιβεβαιωμένα αληθινή. Αυτή η σύμβαση είναι ο μοναδικός τρόπος για να πάρει υπόσταση το «αφηγούμαι, άρα υπάρχω».
Ο Πεσσόα θέλοντας να μιλήσει για τον Χρόνο, είχε αναρωτηθεί, αν κάποιος που αυτοκτονεί και κάποιος που τυχαία γλιστρά από τον ίδιο γκρεμό, έχουν την ίδια ταχύτητα πτώσης. Θα διανύσουν την απόσταση στον ίδιο χρόνο; Όσοι σε αυτή τη ζωή απαντούμε αρνητικά, μπορούμε να θεωρηθούμε κάτοικοι της Άλμπα. Καθένας μας είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να υπάρξει από πού δεν υπάρχει και αυτό που κάποτε υπήρξε…. Γιατί το παρόν είναι ο χρόνος και η στιγμή ηλικία.
Ναι, η Άλμπα, αυτή η γυναικεία πολιτεία που ο αναγνώστης, -ή περπατητής του ονείρου του- σε εφτά ημέρες –όσες χρειάζεται κάθε δημιουργία που σέβεται τον εαυτό της- μπορεί να περιδιαβεί, είναι απόλυτα βίωμα του Ποιητή της. Είναι όμως ταυτόχρονα μια Πόρτα για όλους μας, φτιαγμένη ώστε να χωρά του καθενός το μέτρο και το βλέμμα. Γεμάτος γλυκιά σαστιμάρα κάθε τόσο την διαβαίνω και ενεός περιδιαβαίνω σε ό,τι πίσω της ξετυλίγεται. Γιατί η Άλμπα είναι μια πόλη που λατρεύω να επιστρέφω –αναγνωστικά, γιατί υπαρξιακά αγνοώ αν έχω φύγει ποτέ.