Σαρκοφάγα
Εκείνη τη μέρα έτρεχα
και σκόνταψα πάνω σε ψάρια
που σπαρταρούσαν
σε ρωγμές πεζοδρομίων
κει κοντά
π’ αντίκρυσα πρώτη φορά
το τέλος μας
παραλυμένο κι ανεμπόδιστο
Φαντάσου με
μετά από καιρό
να πίνω καφέ
διαβάζοντας τα νέα
σε κάποιο διαμέρισμα
Φαντάσου με
Σε κάποιο καρέ
Η σ’ένα μπαλκόνι ξένο
όχι αυτό του σπιτιού μου
σ’ένα άλλο
γεμάτο φυτά που δεν τα βλέπει ήλιος
λυγισμένα από τη δυστοπία
και γω να κρέμομαι μισή
και χαμογελαστή
στα κάγκελα
κοιτώντας περαστικούς ιθαγενείς
και να φωνάζω
«φυγέτε, η πόλη αυτή τα τρώει όλα»
Εγώ θα σε φαντάζομαι
πάντα
φρικαλέα ζωντανή
να στέκεσαι ελεύθερη
σε κάποια στέππα
ή ίσως
σε τεράστιες πόλεις
να ψάχνεις ό,τι έψαχνες
κοιτάζοντας στα τζάμια
μήπως και πιάσεις τη σκιά σου
Μπορεί να σε σκεφτώ
να γελάς υστερικά
μέχρι το γέλιο σου να σπάσει τα αυτιά μου
σε μικρά κομμάτια απορίας
και ερωτήσεων πολλών
που θ’αντηχούν
εις τους αιώνας
των αιώνων.
Εγώ σου φωνάζω
«φύγε, η πόλη αυτή τα τρώει όλα»
Και συ μου γνέφεις «εντάξει»
κοιτώντας με
γεμάτη λήθη
γεμάτη μοιραία απόφαση
και μοιραία σωστά
και μοιραία λάθη
Ίσως απλά
έπρεπε να ξεριζώσουμε
τα σαρκοφάγα φυτά
από το μπαλκόνι
Καλοκαιρινή ανάμνηση περασμένου καλοκαιριού.
Ιδρώνουν τα καλοκαίρια. Γλιστράνε πολύ όπως το σαπούνι με το οποίο σου πλένω τα χέρια.
Όλο γλιστράει μέσα απ’τα δάχτυλά μας – είναι φτιαγμένο από δέρμα ψαριού. Κάνω να το πιάσω
με ένα αγκίστρι αλλά πιάνω καταλάθος τα μαλλιά μου. Αγκιλώθηκα στο νιπτήρα, τα μάτια μου
κόντρα με τις σαπουνάδες και τις τρίχες σου κουβαριασμένες στο σιφώνι. Ο ιδρώτας πέφτει σα
να ταν το μέτωπό μου μία βρύση αγωνίας. Ένας άντρας μου ξεμπλέκει τα μαλλιά. Η Άννα σου
φτιάχνει καφέ στην κουζίνα όσο εγώ προσπαθώ να πιάσω το σαπούνι με τα δόντια μου. Οι
τρίχες σου, σα κισσός, ανθίζουν και μπαίνουν στην καρδιά μου καθώς με ρωτάς απορημένη:
«Γίνεται να ελέγξεις το σώμα σου στην ανάμνησή μου;». Θέλω να σου δώσω ένα εισιτήριο για
Ταϋλάνδη και ένα χαρτάκι με τ’όνομα μου να το ράψεις πάνω στη ράχη σου. Αλλά δε
μ’αφήνουν τα μαλλιά σου.
Η τέχνη του να μετράς σωστά τα δεύτερα.
Ένα ποτάμι ξεβράζει απάνω σου
Κλαδιά, πέτρες και ρολόγια
χεριού.
Δε χάνεις ποτέ την ώρα.
Τα βλέφαρά σου τ’ανοιγοκλείνεις
σε τρία νανοσεκόντ,
τα χέρια σου σε τρία χρόνια.
Από τα κλαδιά έως τις σκέψεις σου
έχει σχηματισθεί μία γραμμή
από τερμίτες.
Στην απέναντι όχθη,
φορώντας ινδιάνικα φτερά,
ένας ρολογοποιός
περνάει την ώρα του
χαζεύοντάς σε.