Σινεφίλ

            Κτηνώδες, φονικό, πυρηνικό,
καθαρτικό ελληνικό καλοκαίρι. Βαθύ σαν κώμα. Τριγύρω άνθρωποι μεταλλαγμένοι,
υπερφωτισμένοι από ακτίνες γάμμα που κανένα αντηλιακό δεν δύναται να απωθήσει.
(Μαγιώ προαιρετικό. Πίτσμπουϊν απαραίτητο.) Πλαστικές καρέκλες, αναθυμιάσεις
μαζούτ, πάτωμα στρωμένο αποτσίγαρα. Οθόνη LCD προβάλλει ντεφιλέ της Fashion TV
προς βρώσην και συμμόρφωσην του ανθυπολούμπεν μεταπρολεταριάτου πορνογραφικής
αισθητικής που συνωστίζεται στο κατάστρωμα του Άγιος Γεώργιος υπό τη μουσική
υπόκρουση του The House of the Rising Sun. Ο ήλιος πράγματι ανατέλλει πίσω από
τις πολυκατοικίες. Εφτά η ώρα το πρωί κι άλλη μια μέρα ξεκινά. Γι’άλλη μια
φορά. « Μάλλον τη γλυτώσαμε κι αυτή τη νύχτα », σκέφτομαι. Μέχρι πότε
όμως;

            Γαστρική προβολή. Aκατάσχετες εικασίες
βαυκαλιστικού κάλλους τυμπανίζουν ασύστολα τις συνάψεις μου. (Ντένιμ. Για τον
άνδρα που δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ.) Χαρούμενες παιδικές υπάρξεις
ξερνάν πετρέλαιο υπό την επίβλεψη λεπτεπίλεπτων ροζ μηχανών. Το κατοχικό
σύνδρομο γίνεται καταναλωτικός κανιβαλισμός εικόνων που ψηλαφίζουν τρυφερά την
επιφάνεια των ίδιων τους των σπλάγχνων. Κατατονική ευφορία, υπερτροφικά
βλέμματα που εισβάλλουν με τακτ στον κόσμο ενός παραμυθιού που σκοντάφτει στις
πατερίτσες του. (Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Σάντα Μπάρμπαρα.) Απρόσμενες
θυσίες μητρικών ενστίκτων σε βόθρους εκκλησιών. Μυστικιστικές τελετές απύθμενου
ρεαλισμού σε αναγκάζουν να δεις την πραγματικότητά σου με τα μάτια των άλλων
που, όχι, δεν είναι η κόλαση, αλλά μια παιδική χαρά ψυχεδελικής σύλληψης. Κάτι
σαν Κουκουρούκου με γεύση LSD, δόλωμα στα χέρια του Δρακουμέλ – Χάρβεϊ Καϊτέλ
που εκδίδει δωδεκάχρονα σε ψυχωτικούς ταξιτζήδες. Ηθικοπλαστικά λογίδρια
καταχρηστικού πολιτικά ορθού, αποπληξία απρέ-σκί, μπροστά στο τζάκι, με όλη την
οικογένεια, προσπαθώντας να θυμηθείς γιατί δεν είσαι εδώ, ανακαλώντας
εφιαλτικές εικόνες προσώπων που σε απειλούν με κατανόηση και αφοσίωση. Γυναίκες
ψυχικά κατακρεουργημένες, άντρες διανοητικά ανίκανοι, ζευγάρια που κάνουν τις
φυλακές τους καταφύγια. Δραματική απεικόνιση της αδυναμίας σύλληψης αυτού δίχως
το οποίο ουδέποτε θα μπορέσουμε να υπάρξουμε. Ξέβρασμα λέξεων ανισόρροπων όπως
το νόημά τους, αντίθετων από το νόημά τους, ανικανότητα σύγκρισης με την
πραγματική εκδοχή μιας ιστορίας που δεν γράφτηκε ποτέ.

            Γνωστοί άγνωστοι. Γνωσιακοί
αγνωστικιστές. Γνωστικοί γνωσιολόγοι. Άνoμα συμφέροντα. Πελατειακές σχέσεις.
Ανίερες συμμαχίες. Ξύλινη γλώσσα. Φως ιλαρόν. Εξωκοινοβουλευτικά σχήματα.
Παράνομες συναλλαγές. Κίτρινος τύπος. Τα παιδιά των φαναριών. Ανήλικοι
εγκληματίες. Εργασιακή εκμετάλλευση. Σεξουαλική παρενόχληση. Πολιτικά
ανορθόδοξο. Η επιστροφή του Εγκέλαδου. Ο Μολώχ της ασφάλτου. Η αγκαλιά του
Μορφέα. Αλβανική μαφία. Ύποπτα στοιχεία. Παρακείμενη καφετέρια. Αναρχικοί
τύποι. Περιθωριακή συμπεριφορά. Απροσάρμοστα άτομα. Λεκτικές παρεκτροπές.
Υπαρξιακές αναζητήσεις. Ολλανδικά μπουρδέλα. Γιάρι Λιτμάνεν. Νίκος Βαλαώρας.
Φάντομ Ντακ. Μίστερ Νο. Αστική νοοτροπία. Παραστρατιωτικές ομάδες.
Παραθρησκευτικές οργανώσεις. Καταπληκτικό θέρετρο. Καταθλιπτικό φέρετρο.
Καταθλιπτικό θέρετρο. Καταπληκτικό φέρετρο.

            Κρίση πανικού μέσα στο σούπερ
μάρκετ. Η πίκρα από τα τσιγάρα της προηγούμενης νύχτας δεν έλεγε να εγκαταλήψει
τη στοματική μου κοιλότητα, σαν επίμονη ανάμνηση φορτωμένη σε κλεμμένο
μικροτσίπ ασύμβατο με τον επεξεργαστή του εγκεφάλου μου. Στέκομαι απέναντι από
τις σοκολάτες, τα μπισκότα, τα κέικ και λοιπά μπινελίκια (μόνο τριάντα τοις
εκατό λιπαρά) υπνωτισμένος, ανίκανος να διαλέξω (στην πραγματικότητα δεν έχω
την παραμικρή ιδέα τι γυρεύω εκεί, γιατί πήγα, από πού έρχομαι και γιατί δεν
αποφασίζω επιτέλους να φύγω), ανίκανος να πάρω την παραμικρή πρωτοβουλία που θα
με έβγαζε απ’αυτό το λήθαργο και θα με ξανάφερνε πίσω στον κόσμο των ζωντανών.
« Υπάρχουν ορισμένα ήδη κωλόχαρτου που κάνουν πιο καλά για χαρτομάντηλα
απ’ό,τι οι χαρτοπετσέτες. » Χθες, πλησιάζοντας το είδωλό μου στον καθρέφτη
του μπάνιου, πρόσεξα ότι με τα χρόνια, η επιδερμίδα του προσώπου μου είχε πάρει
κάτι σαν πατίνα, όπως το δέρμα μιας γέρικης βαλίτσας που κουβαλάω εδώ και
καιρό, απ’τόνα μέρος στ’άλλο, όπου κι αν πάω, μια βαλίτσα που δεν μπορώ να
ξεφορτωθώ και στο πετσί της οποίας κάθε ταξείδι έχει αφήσει τα σημάδια του.
Θαμώνας κέντρων διερχομένων, τακτικός πελάτης καφετεριών υπεραστικών ΚΤΕΛ,
λάτρης του ωραίου φύλου και του καλού γαλακτομπούρεκου, αυνανίζομαι βλέποντας
το Πατέρας αφέντης των αδελφών
Ταβιάνι, υπολογίζοντας πόσες μέρες μου απομένουν μέχρι την Αποκάλυψη, όπου θα
μπορέσω επιτέλους να βρώ το Ραμόν Μερκαντέρ στην άλλη άκρη και να τον ρωτήσω,
σαν νέος Δάντης, αν μετά από τόσο καιρό μετάνιωσε για τη μαλακία που
έκανε.  


            Κι όμως, κάτι περίεργο συνέβαινε που
δεν είχε καμία σχέση με το προσωπικό μου ντελίριο. Ένας μυστικός στρατός είχε
αρχίσει να συγκεντρώνεται προοδευτικά και αδιόρατα σε διάφορες συνοικίες της
πόλης. Άνθρωποι απομακρυσμένοι μεταξύ τους, χωρίς άλλο κοινό στοιχείο από αυτή
την απόσταση, ξεκινούσαν να σχηματίζουν μικρές ομάδες και κοινότητες στα πιό
απίθανα μέρη. Δημόσια ουρητήρια, εγκαταλελειμμένα νεοκλασικά, λεβητοστάσια
πολυκατοικιών, βουλκανιζατέρ και γραφεία κηδειών γίνονταν χώροι περιστασιακών
και παροδικών συναντήσεων στερούμενων παντελώς σκοπού και αντικειμένου. Κανένα
εξωτερικό χαρακτηριστικό δεν επέτρεπε να διακρίνει κανείς τα μέλη των
νεοσύστατων κοινοτήτων. Καμιά πρόθεση δεν κρυβόταν πίσω τους, καμιά προκήρυξη
δεν θα αποσαφήνιζε τους σκοπούς τους, κανένα πρόγραμμα δεν εμπεριείχε τα
αιτήματά τους. Κι όμως, το βαθύτερο κοινωνικό τους ασυνείδητο υπέθαλπε ένα
κοινό όραμα: τη δημιουργία ενός συλλόγου σινεφίλ με σκοπό τη σύνθεση της
πληρέστερης δυνατής συλλογής ταινιών βάσει κριτηρίων τόσο απροσδιόριστων όσο
και αναντίρρητων, με ιδιαίτερη μνεία στην κατηγορία του κοπρολαγνικού φιλμ
νουάρ μεταφυσικών τάσεων. Προβάλλοντας μια ταινία ημερησίως απευθυνόμενη
αποκλειστικά στα μέλη του, ο σύλλογος θα έφερνε εις πέρας το θεάρεστο έργο του
όταν πια το σύνολο της συλλογής θα είχε εξαντληθεί. Κατόπιν τούτου ο αξιότιμος
πρόεδρος και η αξιοσέβαστη επιτροπή αυθαίρετα εκλεγμένοι με αλφαβητική κλήρωση,
θα κύρητταν τη λήξη της αποστολής τους και θα καλούσαν τους ευτυχείς
συνδαιτυμόνες (που για την περίσταση θα φορούσαν το μουσταρδί κιμονό του
θανάτου) να διαπράξουν ομαδική τελετουργική αυτοκτονία μπροστά στην οθόνη κατά
τη διάρκεια της ταυτόχρονης προβολής του Σαλώ
του Πιέρ-Πάολο Παζολίνι και του Θριάμβου
της Θελήσεως
της Λένι Ρίφενσταλ και ενώ η μελωδία του Φεγγαράκι μου λαμπρό θα αντηχούσε μεγαλοπρεπώς μέσα στην αίθουσα,
ερμηνευμένη με τον απαιτούμενο στόμφο από τη χορωδία του Κόκκινου Στρατού υπό
την μουσική διεύθυνση του Μάριλυν Μάνσον. Το όλον υπό την αιγίδα του Οσίου
Ιωσήφ Γκαίμπελς™, προστάτη των
γραμμάτων και των τεχνών και την ευγενική χορηγία της Μοσάντ.