ΣΤΟ 
ΤΡΑΠΕΖΙ  ΤΟΥ  ΜΠΙΛΙΑΡΔΟΥ

Εκείνη  περπάτησε 
νωχελικά  με  το 
ποτό  στο  χέρι 
της

Κι  έβαλε 
μουσική  τζαζ. Εκείνος  ήδη 
υποψιασμένος

Καπνίζοντας  την 
πλησίασε. Χαμογέλασαν  κι  άρχισαν

Να  λικνίζονται 
ρυθμικά, σάμπως  να  χόρευαν 
για  τη  βροχή

Που  έπεφτε 
όπως  το  πεπρωμένο 
στα  νυχτερινά  τζάμια.

Το  χαμηλό 
φως  έκανε  μυθική 
την  αίθουσα:

Στο  τραπέζι 
του  μπιλιάρδου  οι 
χρωματιστές  μπάλες

Σαν  να 
καθρέφτιζαν  μαζί  τη 
γοητεία  και  τη 
ματαιότητα

Εκείνης  της 
στιγμής  που  άνοιγε 
σαν  όνειρο

Παραγκωνίζοντας  τις 
μνήμες  και  τα 
χρόνια  που  θα ’ρχονταν.

Ξάπλωσαν  προσεχτικά, παίζοντας, πάνω  στην 
τσόχα.

Η  μουσική 
τούς  μεθούσε  κι 
οι  σκιές  γίνονταν 
λαμπερές.

Τα  ρούχα 
πέφτανε  στο  πάτωμα 
σαν  ν’ αποχαιρετούσαν

Για  πάντα 
την  καθημερινότητα. Με  τα 
μάτια  ανοιχτά

Κι  ασάλευτα, ακόμη  μαγνητισμένα 
απ’ το  αυτοσχέδιο

Άρωμα  της 
ζωής, κολύμπησαν  απαλά  μετά 
από  λίγο

Πίσω  στον 
κόσμο. Ήταν  όλα  όπως 
τα  άφησαν:

Οι  στέκες, τα  τραπέζια 
και  οι  καρέκλες, τα 
μπουκάλια,

Η  υπόκρουση 
της  βροχής. Μόνο  οι 
μπάλες

Είχαν  αλλάξει 
κάπως  θέση  πάνω 
στο  τραπέζι  του 
μπιλιάρδου

Κι  έμοιαζαν 
με  πελώρια  πολύχρωμα 
δάκρυα

Των  εποχών 
που  λέγανε  αντίο 
η  μία  στην 
άλλη

Πάνω  σ’ αυτό 
το  τυχαίο  τσόχινο 
σταυροδρόμι.