Hπόλη της νύχτας

Λίγο καφέ ακόμα,

κι ας είναι πια μεσάνυχτα.

Δεν έχεις συνηθίσει πια;

Κι όμως συνήθισες.

Συνήθισες το απρόσωπο των πολυκατοικιών,

τη γλυκιά γοητεία των άδειων δρόμων,

το φόβο και τη μοναξιά

μέσα στα τόσο αδιάκριτα και παραξενεμένα μάτια τους.

Κι η ασχήμια, φαντάζει τόσο μαγευτική,

σαν το σκηνικό μιας ταινίας χωρίς τέλος.

Τα δέντρα στις πλατείες φωτίζονται από τα φανάρια των
αυτοκινήτων,

σαν χορευτές που λικνίζονται στο δροσερό αεράκι του
ξημερώματος.

Μη κορνάρεις!

Θα περάσω σου λέω, μόνο σιγά! Θα ξυπνήσουν τα πουλιά.

Μια απαλή υγρασία σου τρυπάει το κορμί

για να σου ξυπνήσει όλη την αδημονία και την αναμονή του
σαββατόβραδου.

Διαφορετικό αυτή τη φορά,

χωρίς αναζητήσεις, τυχαία αγγίγματα,

άδεια ή όλο υποσχόμενα βλέμματα,

χωρίς να ξέρεις πως,

χωρίς να ξέρεις το γιατί.

Δεν θες να σταματήσει ποτέ αυτός ο χορός

αλλά σου θυμίζει τη βίαιη αναμονή του αύριο, των αναμνήσεων,

όλων όσων ματαιώθηκαν και δεν μπορείς πια να αντέξεις.

Κι όμως τα γκρίζα πρωινά σε συνεπαίρνουν

και μιλάς με τις ώρες κοιτάζοντας από το παράθυρο τα πρόσωπα
των περαστικών.

Δεν ξέρω αν θα’ θελα να ήταν αλλιώς.

Και το ξημέρωμα, ναι το ξημέρωμα,

ευλογία και αναμέτρηση του χτες και του τώρα,

τι θα ξεθάψεις,

τι θα κρατήσεις,

τι θα αφήσεις,

τι θα μπορέσεις να ελευθερώσεις.

Και γιασεμιά παντού, τόσα πολλά γιασεμιά.

Όμως, μη γελιέσαι,

δεν έχει έρθει η άνοιξη ακόμα.