ΕΛΙΚΟΦΟΡΟΙ
ΕΡΩΤΕΣ

1.-

 

<< Κάποτε ήσουν η πρόφαση των
ετερώνυμων μεταλλαγών μου >> είπες

Σε φόρτωσα στην πλάτη μου σαν
τραυματιοφορέας και σ΄ απίθωσα στο γρασίδι

΄Ενας πιλότος ελικοφόρου δοκίμαζε
ακροβατικά στο στομάχι μου

΄Εσκυψα να δω μέσα μου και δεν βρήκα
παρά μόνο την βρεφική μου αγχόνη

΄Ηθελα να κρύψω το μπεκετικό μου
παραλήρημα με μικρές θεατρικές παύσεις

<<  Ωστόσο πάντα ήξερες πως οι τροχοί του πάθους
μου είναι καλοακονισμένοι >> -είπα

<< Είσαι μία μαύρη μεμβράνη
αστόχαστης περιαυτολογίας >> είπες

Συμφώνησα κι άρχισα να σε μαδάω φιλί
φιλί σαν λιγοθυμισμένη μαργαρίτα

2.-

Κάτω από την ακακία δειπνήσαμε με τυριά
κι ελληνικό κρασί

Είπαμε κάποια μυστικά που ο χρόνος τα
ξεζούμισε ήδη από την ουσία τους

Ξέραμε πως η φύση κρύβει στο χώμα
μυστικά μικρόφωνα

Και μαγνητοφωνεί τις πικρές φυσαλίδες
των λέξεων που φωνασκούνε

Είχα μαζί μου ένα μικρό μαχαίρι και
σκάλισα στο δέντρο τ΄ όνομά σου

Δεν σκάλισες το δικό σου όνομα και μια
καρδιά – μουρμούρισες

 Δεν σκάλισα το όνομα και την καρδιά που
αρνήθηκες –ψιθύρισα

Από το φύλλωμα της ακακίας ξεπήδησαν
ξαφνικά χιλιάδες πουλιά

Τρομάξαμε τόσο πολύ που κρυφτήκαμε ο
ένας στην αγκαλιά του άλλου

Δεν κάνεις για σαπουνόπερα –είπες- είσαι
άδολος σαν μωρό

Ωστόσο είμαι τραγική φιγούρα –είπα –
κακέκτυπη κραυγαλέα και μιαρή

που ο ουρανός την μάρκαρε με την μορφή σου
και την σφράγισε με σιωπή

Οι τύψεις τρύπησαν τελικά τη φωνή σου που
έσκουξε σαν μαυροπούλι