εδώ:
ii)
ΤΟ ΤΑΞΙ
“Έχεις ένα σπυράκι” είπε ο
γιατρός
Ήλπιζα πως κανείς δεν θα το πρόσεχε
“Το σκαλίζεις” συνέχισε
Όταν είχα ξυπνήσει εκείνο το
πρωί-νωρίς, ώστε να προλάβω την συνάντηση-το σπυράκι είχε φτάσει το στάδιο της άγριας
ωριμότητας που παρακαλούσε να σκαλιστεί. Ούρλιαζε για απελευθέρωση. Να ελευθερωθεί από το μικρό
άσπρο θόλο του, να πιεστεί μέχρι το αίμα να τρέξει. Ένοιωσα πως λίγο το
κατάφερα. Είχα κάνει ότι μπορούσε να γίνει για αυτό το σπυράκι.
“Σκαλίζεις τον εαυτό σου” είπε ο γιατρός
Συμφώνησα . Θα συνέχιζε να μιλά για αυτό
μέχρι να συμφωνούσα με εκείνον, για αυτό συμφώνησα
“Έχεις αγόρι;”
Του
έγνεψα καταφατικά και για αυτό.
“Προβλήματα με το αγόρι σου;” Δεν ήταν
ερώτηση, βασικά, ήδη κουνούσε καταφατικά το κεφάλι του για μένα. “Σκαλίζεις τον
εαυτό σου” επανέλαβε. Πετάχτηκε γρήγορα από το βάθος του γραφείου του και με
μια απότομη κίνηση ήρθε προς εμένα.
Ήταν ένας σκληρός παχύς άντρας, με σφιχτή κοιλιά και μελαχρινός.
“Χρειάζεσαι λίγο χρόνο ξεκούρασης” μου
ανακοίνωσε.
Χρειαζόμουν ξεκούραση, ειδικά αφού είχα
ξυπνήσει τόσο νωρίς το πρωί ώστε να δω αυτόν τον γιατρό, ο οποίος ζούσε έξω στα
προάστια. Είχα αλλάξει τρένα δυο φορές .Και θα έπρεπε να ξαναγυρίσω πίσω για να
πάω στη δουλειά μου. Μόνο το να το σκέφτομαι με έκανε κουρασμένη.
“Βρίσκεις;” Ακόμα στεκόταν μπροστά μου
“Βρίσκεις πως χρειάζεσαι
λίγη ξεκούραση;”
“Ναι”, είπα
Έφυγε με μεγάλα βήματα στο παρακείμενο δωμάτιο , από όπου μπορούσα
να τον ακούω να μιλά στο τηλέφωνο.
Έχω σκεφτεί συχνά τα επόμενα δέκα λεπτά-τα
τελευταία μου δέκα λεπτά. Είχα μια παρορμητική επιθυμία ,να σηκωθώ και να φύγω από την πόρτα που είχα
μπει, να περπατήσω μερικά τετράγωνα μέχρι το τρόλεϊ, να σταματήσω και να
περιμένω για το τρένο που θα με πήγαινε πίσω στο αγόρι που με ταράζει , στη
δουλειά μου στο κουζινάδικο .Αλλά ήμουν πολύ κουρασμένη.
Επέστρεψε κορδωτός στο δωμάτιο, απασχολημένος, ικανοποιημένος με
τον εαυτό του.
“Έχω έτοιμο ένα κρεβάτι για
σένα”, είπε. “Θα είναι λίγος χρόνος ξεκούρασης. Για μερικές βδομάδες μόνο,ok;” Ακούστηκε διαλεκτικός , ή
παρακλητικός και εγώ φοβόμουνα .
“Θα πάω την Παρασκευή”, είπα. Ήταν Τρίτη,
μπορεί μέχρι την Παρασκευή να μην ήθελα να πάω.
Με συνέθλιψε με τη κοιλιά
του “Όχι θα πας τώρα”
Σκέφτηκα πως αυτό ήταν
παράλογο “Έχω ραντεβού για φαγητό” είπα.
“Ξέχνα το”, είπε.”Δεν έχεις ραντεβού για φαγητό. Έχεις ραντεβού με το νοσοκομείο”.Είχε όψη
θριαμβευτή.
Επικρατούσε ησυχία στα
προάστια πριν τις οχτώ το πρωί.Και κανείς από τους δυο μας δεν είχε να πει κάτι
παραπάνω. Άκουσα το ταξί να σταματά στον δρόμο έξω από το μέρος του γιατρού
Με πήρε από τον αγκώνα -με
έσφιξε ανάμεσα στα χοντρά του δάχτυλα- και με τράβηξε έξω.Ενώ συνέχιζε να κρατά
το χέρι μου, άνοιξε την πίσω πόρτα του ταξί και με έσπρωξε μέσα.Το χοντροκέφαλό
του βρισκόταν για λίγο μαζί μου στα πίσω καθίσματα.
Αμέσως μετά έκλεισε απότομα
τη πόρτα.
Ο οδηγός κατέβασε το
παράθυρό του μέχρι τη μέση
“Για που;”
Χωρίς παλτό σε ένα παγωμένο
πρωινό , Στυλωμένος στα γεροδεμένα πόδια του στον δρόμο του , ο γιατρός σήκωσε
το ένα χέρι για να με δείξει .
“Πήγαινέ την ΣτοMclean” και μην την αφήσεις να κατέβει
πουθενά μέχρι να φτάσετε εκεί”
Άφησα το κεφάλι μου να πέσει
πίσω και έκλεισα τα μάτια μου
Ήμουν χαρούμενη που
βρισκόμουν μέσα σε ταξί αντί να πρέπει να περιμένω για το τρένο