Μπαίνει
στον θάλαμο του νοσοκομείου φουριόζα και μόλις βλέπει το παλικάρι της στο
μπαλκόνι, βραδύνει το βήμα της, το χαμόγελο στήνεται στη θέση του, τα μαύρα
μάτια της καρφωμένα πάνω του, δεν καταλαβαίνει πώς διασχίζει τον διάδρομο, το
μόνο που τη νοιάζει είναι το παιδί της.

Φρενάρει
μπροστά του, τον ελέγχει από πάνω μέχρι κάτω, με το ίδιο χαμόγελο. Τα μάτια της
σπασμένοι μαύροι χείμαρροι, έτοιμοι να ξεσπάσουν, όμως όχι, αυτή η μάνα είναι
αλλιώτικη, δεν κλαίει, δεν μιλάει, δεν κάνει παρατηρήσεις, μόνο βλέπει κι όλος
ο κόσμος, ο λεβέντης της δηλαδή, το στερνοπούλι της, είναι μέσα σ’ αυτά τα
μάτια που υποκρίνονται χαμόγελα.

Μια
μάνα της σιωπηλής απαντοχής, μια μάνα σύμβολο άλλων εποχών που εμφανίζονται σε
κάτι παλιές ασπρόμαυρες ταινίες, μια γυναίκα της βαθιάς υπομονής που αγαπάει
σιωπηλά.

Στέκεται
στην άκρη του μπαλκονιού κι ενώ μιλάει για κίσσες και κοράκια, παρατηρεί πλάγια
το παιδί της, τον μικρότερό της που δεν το περίμενε να κάνει καμιά εγχείρηση,
έστω και τόσο απλή, αυτό είναι το βλαστάρι της, τι δουλειά έχει εδώ;

Ρίχνει
το βλέμμα της στον άντρα της, έναν άνθρωπο που κάθεται αμίλητος με σκυφτό
κεφάλι σε μια καρέκλα με ξηλωμένη ταπετσαρία, ξαναστρέφεται στον μικρό της λες
και τους σύγκρινε και αποφάσισε ότι αφού τους έχει κοντά της όλα πάνε καλά,
ύστερα κοιτάζει τον μεγάλο της που γελάει, το μυαλό της στην αγωνία της, δεν
καταλαβαίνει γιατί γελάει, όμως γελάει κι αυτή, έτσι να σπάσει το φόβο της που
ξέρει ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει, τίποτα δεν είναι αυτό το χειρουργείο, ούτε
καν νάρκωση δεν θα υποστεί, και ο μικρός της, που συναισθάνεται τι παζάρι
γίνεται μέσα της, ανάμεσα στον πανικό και τη λογική, λέει άξαφνα: «Αυτό δεν
είναι εγχείρηση, της μάνας ήταν».

Κι
αρχίζουν να εξηγούν τι συνέβη, πώς ζει χρόνια με παρά φύσιν έδρα λόγω καρκίνου
κι η μάνα με το χαμόγελο και τα μάτια μαύρα ποτάμια, εξηγεί ότι τη ρωτούσαν πώς
άντεχε να δουλεύει και πεταρίζει το βλέμμα της προς τα αγόρια της δίνοντας
βουβή εξήγηση γιατί δούλευε κι ύστερα πάλι στον άντρα της που ανταποδίδει το
βλέμμα πριν ξανασκύψει το κεφάλι στα δεμένα χέρια του.

Μου
λέει ήπια: «Ποιος ξέρει τι μου έβγαλαν αλλά δε βαριέσαι, τώρα και να χαθώ, καλά
είναι» κι όταν διαμαρτύρομαι, εξηγεί, «δες τους, μεγάλωσαν» με ένα ίχνος
παράπονου και βαθύ καμάρι.

Παρατηρώ
αυτούς τους ανθρώπους, τους χαϊδεύω απαλά ενώ θέλω να ουρλιάξω ‘αγκαλιάστε με’,
μαθαίνω στη ζωή της σιωπής, των μηνυμάτων που εκπέμπουν τα σώματά τους, στις
σπασμένες συλλαβές τους. Παρατηρώ πόσο ενωμένοι είναι, πώς ο ένας εισπνέει κι ο
άλλος εκπνέει, ο ένας κάνει μισό βήμα περιμένοντας να το συμπληρώσει ο άλλος.

Δεν
ξέρω από τέτοιες οικογένειες. Δεν ξέρω από τέτοια σύμπνοια, τέτοιο σεβασμό. Δεν
ξέρω από τέτοια αξιοπρέπεια. Δεν ξέρω τίποτα, τελικά. Αλλά μαθαίνω.

Κι
ευχαριστώ αυτή τη μάνα που μου έκανε την τιμή να με δεχτεί στη δύσκολη ώρα δίπλα
της, την ευχαριστώ γιατί είδα τον άντρα της, αυτόν τον πατέρα, γιατί γέλασα με
τον μεγάλο της και πάνω απ’ όλα την ευγνωμονώ που ο μικρός της είναι και το
δικό μου βλαστάρι.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ