*

η ηδυπάθεια της μοναξιάς,

ο ναρκισσισμός της στιγμής,

σε ένα ακούραστο παρόν,

επιστρέφω,

βαραίνω μέσα μου,

σε μια στάση μοναδική,

σε μια εποχή ξεχωριστή,

στο χαμηλό φως της ζωής,

σαν αμπαζούρ της ψυχής,

μαλακώνω τα αισθήματα μου,

χαλαρά ξυπνάω,

ακουμπάω στο μαξιλάρια του κόσμου,

πνίγομαι στα χέρια του κόσμου,

αιωρούμαι στο διάστημα,

σε ένα σύμπαν κοριτσιών,

με διάττοντα αγόρια,

κι όμορφους έφηβους μετεωρίτες,

στο σώμα μου προσγειώνομαι,

στα τριχωτά αγγεία της καρδιάς μου επιστρέφω,

στα μονοπάτια μιας ψυχής,

 στημένης στον
καθρέπτη,

αγωνιώ για το σώμα που αλλάζει

αγαπώ τις μασχάλες μου,

αγαπώ τον ιδρώτα μου,

τα κρυφά, απόκρυφα

τα τριχωτά μου μέρη,

τις άγνωστες στιγμές του σώματος,

στα χνώτα μου μυρίζω προσμονή, αγωνία, ηδονή της εφηβείας,

ένας κόλπος μοναχικών αισθήσεων και θράσους,

ένα κομμάτι καυτό χώμα,

βυθισμένο στο άγχος,

ένα σώμα που αδημονεί,

πίσω από το λήθαργο της απάθειας,

αγαπώ το κορμί μου,

αγαπώ εμένα,

ναι, μ’ αγαπώ,

θ’ αγαπήσω και σένα,

ίσως  

 *

 ξέμεινα από ένα αστέρι

δεν ξέρω από χρόνο

δεν ξέρω από πολέμους και αιώνες

χαμογελάω χωρίς να πονώ

υπάρχουν σίγουρα τα μυστικά

και οι δαιδαλώδεις ίντριγκες

έχω ακούσει για το θάνατο,

ένα τολμηρό αγόρι

το σώμα μου όμως ακόμα ανόθευτο

στο πέταγμα μαθητευόμενο

έχω ακούσει και για την οδύνη

μια σάρκα που πληγώθηκε και ξανά πληγώθηκε

ζω σε μία μικρή ακρογιαλιά

κάτω από ένα σπίτι του δάσους

σε ένα ξέφωτο της ζωής

ακούω ιστορίες

με τη φωνή ενός μικρού παιδιού

και τη μορφή ενός απόμακρου παραμυθά

μου δόθηκε ή δεν μου δόθηκε

η ζωή κάνει στροφές μπροστά μου

παίζει παιγνίδια

και ρίχνει σάλτους

σαν να καταλαβαίνω και να μην καταλαβαίνω

μου δόθηκε ή δεν μου δόθηκε

στη ζωή μου μίλησαν και για τον πόνο

ένα όμορφο αγόρι

με χίλια πρησμένα από το κλάμα

που χορεύει ασταμάτητα

ξέρω και δεν ξέρω

ο θάνατος το παίρνει αγκαλιά

έπεσα από ένα αστέρι

δεν ξέρω από αιώνες και πολέμους

και χόρεψα κι εγώ

και ξέμεινα στην αγκαλιά του

*

Δεν έχω θράσος,

Δεν έχω φόβο,

Δεν έχω πόνο

Και στήνομαι ακέραιη

Στο βλέμμα σου απέναντι

Η διάφανη επιθυμία μου

Σε προκαλεί,

Δεν είναι θράσος,

Δεν είναι οδύνη,

Δεν είναι παρακάλι

Είναι απλά το σώμα μου

Που φοράει τη γύμνια της ζωής

Ένα δέρμα που απλώθηκε στις στέπες της Μογγολίας

και άσπρισε στο αίθριο χάδι της Μεσογείου

και μαλάκωσε η μικρή θάλασσα της επιθυμίας

στέκομαι γυμνή αέρινη μπροστά σου

απελευθερωμένη από την αιδώ της εποχής

της ενοχής,

το σύνδρομο της μάγισσας πλανεύτρας,

της πόρνης ξελογιάστρας των θεών,

ένα απλό κορίτσι με την άμμο της χαράς

ανάμεσα από τα σκέλη της

Το άμαθο σώμα μου

Σε αφοπλίζει

Δεν είσαι βάρβαρος,

Δεν είσαι άνδρας κυνηγός, πολεμιστής στη βία του αιώνα

Σε ξανάκανα γλυκό αγόρι της μαμάς σου

Και παίρνω τον ομφάλιο λώρο της ψυχής σου

Το γυναικείο σώμα
στους αιώνες


ένα σώμα συγκρατημένο, σφραγισμένο, κολοβό

αόρατο, άφαντο, αφανισμένο,

σώμα άοσμο, άυλο,

ατιμασμένο στην οπή του σύμπαντος,

στο πηγάδι ενός ακίνητου χρόνου,

σφηνωμένο ανάμεσα σε εποχές και αιώνες,

σιαμαία δίδυμα, που παραμένουν ίδια, απαράλλακτοι,

ένα σώμα χωρίς φτερά στα σύννεφα της λησμονιάς,

ένα κορμί άσυλο, ένα σώμα λαβωμένο,

ορφανό, αφρόντιστο, υποταγμένο,

ανόσιο, αυθάδικο, αφηνιασμένο,

ένα σώμα λαβωμένο, συκοφαντημένο,

σ’ ένα λήθαργο ατέρμονο,

μικρό, ασήμαντο, σχεδόν ανύπαρκτο, χωρίς τιμή κι
εξουσία,

ένα σώμα ερπετό,

κινείται από τα μέσα, σέρνεται προς τα μέσα,

διπλώνεται στον εαυτό του,

ένα κορμί μαστιγωμένο από μία καυτή καταιγίδα,

από μία επιβεβλημένη αμνησία,

ένα σώμα χωρίς χώρο, τόπο και ιστορία επιθυμίας,

με τα αόρατα εσωτερικά του όργανα να κράζουν
ασυντόνιστα:

πόνος, πόθος, πάθος, φόβος, πένθος, κατάρες, φωτιά

ένα σώμα λάφυρο και λάβαρο εξουσίας,

του άντρα, του προγόνου, του πατέρα, του φεουδάρχη,
του ιμάμη, του βεζίρη,

ένα σώμα σβησμένο από τη μνήμη,

άχρονο, άφωνο, άπραγο, ατροφικό

ένα σώμα βουτηγμένο στην απουσία

μιας παντοτινά αιωρούμενης επιθυμίας,

μιας επικρεμάμμενης τιμωρίας,

μίας ανθρώπινης και θείας καταδίκης,