Χάνω το δάσος μου


Διαγράφω τους αγενείς.

Αν ήταν σπουδαίοι, θα μου έδιναν ουρανό.

Ξέρω ότι διαγράφοντας, δεν θα φτάσω εκεί που αξίζω.

Όμως έτσι πρέπει, αυτός είναι ο χαρακτήρας μου.

Ένας Βεζούβιος χορεύει στα κρυφά

και στέλνει γράμματα που φτάνουν τα χαράματα.

Ούτε για ένα τυπογραφικό ποιήματα δεν έχω χρήματα.

Φαίνεται ο Αλή Μπαμπά την τύχη μου έχει κλέψει.

Εξήντα οχτώ ποιήματα στο πρώτο μου βιβλίο

κι όλα τα ήξερα από έξω.

Τώρα δεν ξέρω ούτε ένα ποίημά μου.

Απ’ τα πολλά βιβλία που διαβάζω τόσα χρόνια,

ίσως χαλάρωσε όπως κουμπί και το μυαλό μου.

Όχι στα στοιχήματα με τον εαυτό μου, ναι στις προσευχές.



Μόλις κατάφερε ο Μάρτης να χαμογελάσει-

-ήταν τα χείλη του ραμμένα με κλωστή.

Κι ο κούνελος δεν θέλει απ’ το δωμάτιο έξω να βρεθεί.

Το απόγευμα θα πάω με τον Σάββα στο σταθμό.

Το τρένο έρχεται λίγο πριν τις εφτά.

Βγήκε μια βόλτα πριν το μεσημέρι

κι έβγαλε εισιτήριο για την Αλεξανδρούπολη.

Τρία παιδιά σπουδάζουμε εκεί.

Φεύγουν τα παιδιά και η ψυχή μου γίνεται άδειο τσουβάλι.

Δεν είμαι γι’ αποχωρισμούς ,δεν έπρεπε να γεννηθώ.

Χάνω το δάσος μου στην πυρκαγιά τού άγχους.

Φοβάμαι το τηλέφωνο

και τα βιβλία σημαδεύω με χρονολογία αγοράς

κι όταν ξανά στα χέρια μου τα παίρνω,

να λέω μέσα μου με φόβο και με θλίψη

<τι γρήγορα περνούν τα χρόνια>.




16-17 Μαρτίου 2014