μεταμορφώσεις
γατάκι μου ήρθες κι εγώ σε ήξερα σκύλο που το καλοκαίρι ολόκληρο με
δάγκωνε
και με πονούσε να μου δείξει πως
με
αγαπούσε στο παιχνίδι να με
τραβάει
και πως από σκηνή του Καραβάτζιο τον Νέστορα
έβλεπα μόνο κατάμονο να μένει ήθελα να σου πω
όταν εκείνο το σελοφάν χαμόγελου
στην άκρη της ζωής του περασμένο
παραμέριζε και το βλέμμα του στοίβαζε
στο δικό μου να δει τι δεν ήθελα να ξέρω
προχωρημένη η ώρα βλέπεις και βλέμμα
που η ίδια ήθελα να χειρουργώ όταν δεν
μου απευθυνόταν κι όταν με χαμόγελο το
κάλυπτε κι ας μ’ έβλεπε τότε μεσ’ απ’ αυτό
μα εσύ το νύχι έδειξες κι έφυγες στους
κόσμους σου γατάκι που σκύλο σε ήξερα
και τι θέλω εγώ εδώ στις αγορές των στίχων
και της εύνοιας που ασπρόμαλλη η ανάγκη
στο μπρος της βιτρίνας συνανάτροφους γυρεύει
και δεν είναι ο κόσμος μου αυτός δεν είναι που
μάτια κάρβουνο και φλόγα και ο πόλεμος
άνθρωπε είναι μια στιγμή μακριά και
gimmie shelter or let me go back to the ones I
belong to
αλλά σάρκα χειλιών στο χέρι μου ο Νέστορας
που τόση η κόπωση τόση που μήτε την Ηλέκτρα
των τοξωτών φρυδιών και των χειλιών μήλα
δεν έβλεπε δίπλα του στο βαγόνι γερμένος
στη μέση των ονείρων του βαριά και τα σηκώνει
και τρέμισμα στη κίνηση και στο χαμόγελο
εκείνο που θα έγραφε σε χαρά μου και φίλοι
δίπλα μου κι έτσι ξεχασμένη στη χαρά έμεινα
μέχρι που αστραπές άναψαν τα μάτια μου
και μ’ έφεραν αχάραγα να σκέφτομαι
ασπρόμαλλη την ανάγκη στο μπρος της βιτρίνας
και πως την ανάσα της να πάρω δεν ήθελα δεν ._
χόρεψε
ψυχή μου χόρεψε
καθισμένη
απέναντι δακρυσμένη σε κοίταζα που
από τα μάτια μου που σ’ έψαχναν να κρυφτείς
ζητούσες μα και το τζάμι που στα δικά σου θα σε
φανέρωνε και σε σκέφτηκα Ισμήνη όπως τη γυναίκα
στο λιμάνι πριν που χορός στον άνεμο το κορμί της
κι αυτός αχόρταγος τα στριφώματά της σήκωνε και
τη σάρκα χάιδευε των ποδιών και του προσώπου και
τα μαλλιά κλαράκια καλαμιάς και το κορμί λυγαριά
του ανέμου παραδομένη και δάχτυλα ανθάκια μιμόζας
μέσα στα μαλλιά καθώς φυσηγμένα απ’ τον άνεμο τα
κρατούσε σε μέτωπο πάνω και στο μέσα στων ματιών
κι από βορρά σε νότο κι από ανατολή σε δύση οι στροφές
του κορμιού που χόρεψε ψυχή μου χόρεψε άκουγε τη φωνή
αφανέρωτα να της χαρίζεται ξεκουράσου κι όπως γάλα σε
πεινασμένο το γέλιο της τι ωραία τι ωραία είμαι ελεύθερη
στο τοίχο έγραψε με μάτια νύχια και πέταξε πέταξε όπως πουλί
σε άνεμο πρίμο Ισμήνη κι είναι πολλά τα μάτια τα δακρυσμένα
σε τούτο το βαγόνι που τη πόλη κόβει κι ενώνει ήθελα να σου
πω μα έκρυψα τα μάτια μου στα νύχια που πολύς ο σοβάς που
έμεινε
από τον τοίχο…
χόρεψε ψυχή μου χόρεψε ._