Η Κατερίνα Ζησάκη γεννήθηκε το
1984 στον Πυργετό Λάρισας. Τώρα ζει στην Αθήνα. Έμαθε να φοβάται τους ανθρώπους
και τα πολλά πάρε δώσε μαζί τους. Ελπίζει να το ξεμάθει. Είναι μέλος της
συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Μανδραγόρας» και το 2014 κυκλοφόρησε η
πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «ιστορίες απ’ το Ονειροσφαγείο» από τις
εκδόσεις Μανδραγόρας. 

ιδανική ερωμένη

σε φαντάζομαι κατάχλωμη και ισχνή

η φωνή σου ήχος από αρχαίες εκρήξεις

θα κάθεσαι σταυροπόδι

και θα καπνίζεις κινηματογραφικά

φτηνά τσιγάρα

τις νύχτες θα σε κλαίνε οι νεκροί

καθώς θα πίνεις ένα ένα τα ονόματά τους

κόκκινη Ρόζα θα σε λέω

και μικρή μου

κι ας μην ταιριάζουν αυτά τα δύο

δεν θα εμφανιστείς ποτέ το ξέρω

όμως άσε με άσε με

τράβα αυτή την κουρτίνα

εμποδίζει το σκοτάδι να μπει στο δωμάτιο

εμείς θα ‘χουμε τα κεριά μας

και λίγα ποιήματα

θα ζούμε αξεχώριστα απ’ τον κόσμο

θα είμαστε λέξεις

που θα μιλιούνται σε κάθε στόμα

στις βραδινές μας βόλτες θα μαζεύουμε

φιλιά που πέφτουν απ’ τα μπαλκόνια

θα τα κρεμάμε σε γκρεμισμένους τοίχους

μαζί με ανάσες

άσε με να σε λέω μικρή μου

κόκκινη Ρόζα θες

τράβα αυτό το σεντόνι

σκεπάζει τα πόδια σου

όλη τη γη έτρεξαν

άσε με να τα φιλήσω

εσύ θα μπλέκεις με το ένα χέρι τα μαλλιά σου

γιατί δεν θα σ’ αρέσουν οι τακτοποιημένες ζωές

οι τακτοποιημένες λύσεις

κι ύστερα θα μου τραγουδάς τραγούδια

που δεν ακούει κανένας

στο κομοδίνο ένα άδειο κάδρο η εικόνα σου

άσε με να σε λέω μικρή μου

πώς με κοιτάζεις έτσι μέσα απ’ τη φωτογραφία

από τη συλλογή «ιστορίες απ’ το Ονειροσφαγείο»,
Μανδραγόρας, Αθήνα 2014

κράτηση για φθορά ξένης περιουσίας

Η Νορβηγία έρχεται // είναι κοντά  σας

    
Χωρίς Περιδέραιο

κάθομαι κάτω από το δέντρο

κοιτάζω τους καρπούς σου

είναι ώριμοι

σαν κορίτσια πενήντα χειμώνων

[είναι παράξενο να κλίνεις τους χειμώνες

σ’ απωθούν

όπως και η πολλή ενασχόληση μαζί σας

παγώ

πα

παγώνει

παγώνω

παγώνων]

χάνει κανείς τα λογικά του εδωπέρα

άμα θα μασήσουμε τους καρπούς

θα φτύσουμε τους σπόρους

μέσα στο γόνιμο πηγάδι της νύχτας

-αφού γινήκαμε αγοραίοι-

ο άλλος λέει

να βουτήξουμε στο κενό!

να πιάσουμε τ’ αστέρια!

καλώς

πίνουμε κάτι κι ορμάμε

μη λησμονείτε κύριοι: είμαστε μόνοι

μη λησμονείτε πως τώρα αρχίσαμε

μη θορυβείτε

να ακουστεί δυνατά το μηδέν

καθώς θα μας κυκλώνει

όνειρα για όταν θα ΄μαστε πεθαμένοι

πάνε τρεις μέρες που αγόρασα πλυντήριο

κάθομαι έκτοτε

πίσω απ’ το φως με την καμένη λάμπα

και το κοιτάζω

μαντάρω κάτι ματωμένες κάλτσες

απ’ τον καιρό που σ’ είχαν χώσει στην Εργασία

τι βασανιστικά εκείνα τα χρόνια

μόνο το πιάτο με το φαΐ

κι αυτό μονάχα όταν μπορούσες

τώρα

κάπως παράμερα

ξηλώνεις μια κλωστή από τα γόνατα

για να παίξεις

καθώς παραλογίζεσαι

πως ο παράδεισος

είναι μία συμπαντική παρτιτούρα

θυμωμένος γορίλας είναι

ή μία έξαλλη κραυγή για αθανασία

να μη φοβάσαι

ούτε να ελπίζεις

μονάχα η περιέργεια

τώρα έχουμε έναν καινούριο επιταχυντή μες στο σπίτι

στη μάνα μου τον λέω πλυντήριο

θα χωθούμε εκεί μέσα ένα βράδυ

να κάνουμ’ έρωτα

ενώ όπως η ζωή θα μας στύβει

ποιος παράδεισος;

μόρια ύλης φλεγόμενης

θα χαθούμε στο σύμπαν

και θα μπορείς να με καλείς αιώνια χωρίς ν’ ακούω

και δεν θα κλαίω όταν καλώ και δε μ’ ακούς

θα πετάμε

ποιος παράδεισος ρε;

μόνο μια ακατάληπτη κραυγή για αθανασία