Ο Γιώργος Κασαπίδης γεννήθηκε το 1961 στη Δράμα, όπου και κατοικεί μόνιμα. Η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία και τη φωτογραφία ξεπερνά ήδη την εικοσιπενταετία. Ποιήματα, πεζά κείμενα και φωτογραφίες του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Το 1999 κυκλοφόρησε τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Σ’ εκείνο το σημείο”, στις εκδόσεις “Παρατηρητής”, και το 2005 την ποιητική συλλογή “Αντίπερα”, στη σειρά “Λάλον Ύδωρ” των εκδόσεων “Τυπωθήτω”, που τιμήθηκε με το βραβείο Γιώργου Αθάνα της Ακαδημίας Αθηνών, την επόμενη χρονιά. Στο χώρο της φωτογραφίας έχει πραγματοποιήσει οκτώ ατομικές εκθέσεις, καθώς και τις εκδόσεις “Εντός των ορίων” από την “Camera Obscura” (2003) και “Των ασήμαντων δρόμων” από τη Δ.Ε.Κ.ΠΟ.Τ.Α. Δράμας (2004)

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2013) Εκσκαφέας αοράτων, Εκδόσεις των Φίλων
(2010) Εκ βαθέων θάλασσα, Photo/Graphs Studio
(2005) Αντίπερα, Τυπωθήτω
(1999) Σ’ εκείνο το σημείο, Παρατηρητής
 
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2002) Εν Δράμα, Νομαρχιακή Επιχείρηση Πολιτιστικής και Τουριστικής Ανάπτυξης Ν. Δράμας
 
Λοιποί τίτλοι
(2005) Δράμας δρώμενα, Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας [φωτογράφιση]
(2004) Συλλογικό έργο, Τρεις Δραμινοί παρουσιάζουν…, Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας [φωτογράφιση]
(2004) Των ασήμαντων δρόμων, Δημοτική Επιχείρηση Κοινωνικής Πολιτιστικής και Τουριστικής Ανάπτυξης Δήμου Δράμας [φωτογράφιση]

ΕΥΘΡΑΥΣΤΟ ΦΥΣΗΤΟ ΓΥΑΛΙ

Μικρά κι αέρινα πετούμενα

πάνω απ’ το φόβο των ψυχών

σαν άγγελοι της αναγέννησης κι ωσάν

τοπία φανταστικών ερωτικών σκηνών

με διπλοσέντονα λευκά και δαντελένια

προσκέφαλα ως τους ώμους κι ως τον αιώνιο

ποθητό μανδύα ‘‘ορατών τε και αοράτων ’’

– εύθραυστο φυσητό γυαλί, ευγενικό στολίδι

στους κλάδους αιωρούμενο του δέντρου

της μηλιάς, της γνώσης, των μεγάλων κοπετών

των δώδεκα δακρύων, όταν σφαλίζουν νοερά

οι πύλες της μοιραίας πρωτευούσης

κι αρχινούν οι κρότοι της αντίστασης

κάτω από επίπεδες στέγες πλήρεις κεραιών,

όταν ο δήμιος των ποιητών, δεν είναι

πρόσωπο υπαρκτό με θηλιά ή λαιμητόμο

αλλά μια τρύπα χάσκουσα στο κέντρο της ζωής

κοντά μας, δίπλα μας, απέναντι

στα θεωρεία της θλίψης, σε κάθε τζαμωτό

θηριο-οικοδόμημα, μ’ επιταγμένους αριθμούς

γραφείων ή σε φαρέτρες-φέρετρα της γλώσσας

δίχως βέλη, με μόνη άρχουσα δυσοίωνη αιχμή

το αρχαίον «ουδέν» ή «το μη χείρον

βέλτιστον» ανούσιων μονολόγων.

`

*

Η ΘΥΜΙΚΗ ΕΠΩΔΟΣ

Ωδή στο παράλογο

Περνάς απέναντι στο πεζοδρόμιο.

Το βραβείο του Κρόνου στο μέτωπο

χαραγμένη εικών του Ασώτου.

Η θυμική επωδός προκαλεί το φως

ως ακτίνα καλογυαλισμένου ποδηλάτου.

Καθαρός κι αψεγάδιαστος ο ουρανός

υποκύπτει σχεδόν από τα χαράματα

στην κυανή αποστολή του.

Αργότερα, γύρω στο μεσημέρι

δώδεκα φορτηγά κατακρημνίζονται

το ’να μετά το άλλο σαν μαγνητισμένα

στη μοιραία στροφή της Αναβύσσου

δίχως κρότους κι εκρήξεις.

Εγώ, βαδίζω ( με τι θάρρος άραγε ) αμέριμνος

κατά μήκος του ίδιου δρόμου, βέβαιος

όλως διόλου για την εμφανή οφθαλμαπάτη

όχι της πτώσης των φορτηγών, αλλά

του συμπτωματικού αριθμού «δώδεκα».

`

*

ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΗ ΤΡΙΤΗ

Γυναίκα άγριος άνεμος

ουρλιάζει στο κορμί μου και κρυώνω.

Μ’ αφήνει μόνο, δίχως υποδήματα

με μαύρες κάλτσες καταδότριες της αφής

στο βρεγμένο κατάστρωμα. Κι ο καπετάνιος

άφαντος, στον πάτο, στο βυθό της μέρας

και το σκισμένο δίχτυ του απογεύματος

γεμάτο άγχη και ανίες να βολοδέρνει

δέσμιο πίσω από την πρύμνη.

Κι έτσι, καθώς ακίνητος αιωρούμαι, μεταξύ

φθοράς και αφθαρσίας, επεμβαίνει

απρόσκλητος εντός μου ο ποιητής

( βρήκε την ώρα ο καιροσκόπος )

και με προγκάει με στιχοπλοκές του τύπου:

– Πόσο θ’ αντέξουμε ακόμη

δίχως ηλεκτρικό στη σκέψη;

Μονάχα ένα κερί αμυδράς λάμψεως

φωτίζει την έρημη ρήση:

ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΕΛΚΟΜΑΙ

ΕΠΙ ΠΟΔΟΣ ΑΣΘΜΑΙΝΩ.

Σ’ εκείνο το σημείο βουτάω

πέφτω, για την ακρίβεια , στα νερά

τα κατακόκκινα της αφρισμένης θάλασσας

και όπως είναι φυσικό, κραυγάζω, εκλιπαρώ

την επόμενη μέρα να σπεύσει να με σώσει

να πιαστώ στην άκρη της Τετάρτης.

(Τα ποιήματα αναδημοσιεύονται από το “ποιείν” )