Το ξέσπασμα
εκδόσεις Φαρφουλάς
Του γύρισε την πλάτη και στάθηκε
στο παράθυρο. Πίσω από τα δέντρα φαινόταν η ανατολή του ήλιου και οι αργές
εναλλαγές των χρωμάτων. Οι σκέψεις της, ρεαλιστικές και ζυγισμένες όσο ποτέ
άλλοτε. Είπε πως ελκόταν από τη μυρωδιά του, τα στιβαρά χέρια, το καθησυχαστικό
του χάδι. Την πλησίασε για να της χαϊδέψει τα μαλλιά. Του τράβηξε το χέρι
λέγοντας πως οι παραπάνω εντυπώσεις ξεθώριαζαν. Γύρισε και τον κοίταξε. Αυτός
ζάρωσε σε μια γωνιά, παρέμεινε εκεί σκυφτός και αποδυναμωμένος, ένα ραγισμένο αρσενικό.
Τον κατηγόρησε πως μέσα του κρύβει ένα εγωιστικό παιδί που δεν θέλει να
μοιραστεί τις σκέψεις του, πως αρνείται να φανερώσει τα αισθήματά του. Δεν
υπήρχε επικοινωνία μεταξύ τους, ένιωθε φοβερά μόνη. Αυτός απέφευγε να την
κοιτάξει. Έπλεκε νευρικά τα δάχτυλά του, τον έπνιγε ο αυστηρός τόνος της φωνής
της. Ήθελε να φύγει, να φύγει. Τον ρώτησε αν τουλάχιστον την αγαπά μα δεν πήρε
απάντηση. Τίποτα δεν πήγαινε καλά. Σηκώθηκε και έκανε να ανοίξει την πόρτα.
Σήμαινε το τέλος; Την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε κοντά του. Δεν έπρεπε
να τελειώσουν έτσι. Του είπε πως θέλει να χωρίσουν. Άρχισε να φιλά τους καρπούς
της, να ακουμπά το πρόσωπό του στις παλάμες της. Την αγαπούσε, ναι, με τον δικό
του τρόπο. Και αυτή το ήξερε, το ένιωθε καθώς του χάιδευε τρυφερά τα μαλλιά
λέγοντας μάταια μέσα της πως αυτή τη φορά δεν θα λυγίσει. Την τράβηξε στην
αγκαλιά του, τον ρώτησε πάλι αν την αγαπά και αυτός της σφράγισε το στόμα μ’ ένα
φιλί. Δίχως να ξαναμιλήσει, έσβησε κάθε στίγμα λογικής και αφέθηκε στον
ηλεκτρισμό των φιλιών του. Απόθεσε στο στρώμα το κορμί της, ταξίδεψε το τραχύ
του χάδι σε όλες τις ευαίσθητες περιοχές,
οδηγήθηκε από τους στεναγμούς της όλο και πιο κάτω, οσμίζοντας το λεπτό
λαιμό, το λευκό και πλούσιο στήθος με τις ορθωμένες θηλές που μαρτυρούσαν τον
πόθο της. Τώρα οι όποιες αντιστάσεις της εξανεμίζονταν. Με τη γλώσσα του
προσέφερε ένα διαπεραστικό ρίγος ηδονής σε όλο της το κορμί. Άκουγε τις
ψιθυριστές ικεσίες που τον καλούσαν να μπει μέσα της. Έσπρωξε το μόριό του, τα
δόντια του δάγκωσαν το λαιμό της, τα νύχια της γαντζώθηκαν στην πλάτη του.
Καυτές ανάσες και βογγητά μπερδεύονταν στα διψασμένα φιλιά. Την κράτησε με
πάθος, ήταν δική του, μόνο δική του. Του είπε πως την πονά. Της έσφιξε τα χέρια.
Σταμάτα, του είπε. Μόνο δική του! Δάγκωσε τόσο δυνατά το λοβό της που σφάδασε
από πόνο. Μια σταγόνα αίμα έσταξε στο λευκό σεντόνι. Η λογική επανέρχονταν
βίαια στο μυαλό καθώς προσπαθούσε να ελευθερωθεί από τα χέρια του φωνάζοντας πως
όλα τελείωσαν, πως απαιτεί να την αφήσει. Όμως όχι, δεν ήθελε να τη χάσει. Τη φίλησε
και το αίμα του λοβού φάνηκε στα χείλη της. Σε μια κίνηση απελπισίας, τίναξε
μπροστά το κεφάλι και του χτύπησε τη μύτη με το μέτωπό της. Αυτός βόγκηξε μα
δεν την άφησε. Του φώναξε οργισμένη πως είναι τρελός. Τα λόγια της, ακατανόητα.
Όμως ένιωθε ότι ο σκληρός τόνος της φωνής της προμήνυε κάτι το ανεπανόρθωτα κακό.
Κατάφερε να ελευθερώσει το ένα της χέρι, άρπαξε το σταχτοδοχείο από το κομοδίνο
και τον χτύπησε στο ζυγωματικό. Ζαλίστηκε για μια στιγμή, κόντεψε να παραιτηθεί
μα αμέσως συνήλθε και ανταπέδωσε το χτύπημα με μια δυνατή γροθιά στο διάφραγμα
που της έκοψε την ανάσα. Κατόπιν την σήκωσε από το κρεβάτι και την πέταξε στο
πάτωμα για να ριχτεί αμέσως πάνω της. Αυτή κραύγασε βοήθεια μα δεν πρόλαβε να
προβεί σε άλλη αντίδραση. Την γύρισε μπρούμυτα, γράπωσε το μαλλί και άρχισε να
χτυπά ασταμάτητα το πρόσωπό της στο πάτωμα μέχρι που έχασε τελείως τις
αισθήσεις της. Το αίμα κυλούσε αργά στους αρμούς και στα πλακάκια. Απόμεινε να
στέκει σιωπηλός πάνω από το κουλουριασμένο σώμα. Τι είχε κάνει; Ένα γρύλισμα
μετάνοιας ξεγλίστρησε από μέσα του. Πλέον ήταν αργά, έπρεπε να εξαφανιστεί.
Άνοιξε το παράθυρο και με ένα σάλτο πιάστηκε από τον κορμό του δέντρου για να
κατέβει με επιδέξιες κινήσεις στο δρόμο της γειτονιάς. Οι πρώτοι γείτονες,
θορυβημένοι από τη φασαρία, βγήκαν διστακτικά από τα σπίτια τους. Κάποιος
πρόλαβε να δει το χιμπατζή που έτρεχε προς την πλατεία και φώναξε τους άλλους
να καλέσουν την αστυνομία.