Πάνω από την εκκλησία του προφήτη Ηλία στο Πέραμα,
βρίσκεται το σπίτι του Μηνά. Εκεί κοντά στα Καριώτικα, ζει εδώ και χρόνια με
την οικογένεια του, σε μια μικρή μονοκατοικία. Κοντεύει μεσάνυχτα Κυριακής και
το μόνο που ακούγεται στο δρόμο, είναι το θρόισμα από τα φύλλα των δέντρων.
Είναι ένα ήσυχο βράδυ του καλοκαιριού, μα τον Μηνά ύπνος δεν τον πιάνει.

Κάθεται μοναχός στη γεμάτη λουλούδια αυλή, πίνει ένα
ποτήρι τσίπουρο και καπνίζει το τσιγάρο του. Παίζει στο δεξί χέρι το κομπολόι,
με τις χάντρες από κεχριμπάρι που του έφερε δώρο ο καπετάν Λευτέρης- από το
ταξίδι του στο λιμάνι της Καρταγένας στην Κολομβία. Στο πλαστικό τραπέζι
μπροστά του σιγοκαίει ένα λευκό κερί, σφηνωμένο σε ένα μπουκάλι μπύρας που
φωτίζει το χώρο. Ανακινεί με τα δάχτυλα τα φύλλα του βασιλικού που είναι στη
γλάστρα στο κέντρο του τραπεζιού. Μοσχοβολάει ο τόπος.

Το βλέμμα του χάνεται ίσια κάτω στη θάλασσα. Από τα στενά
της Σαλαμίνας μέχρι πέρα την Ιχθυόσκαλα, παρατηρεί τα φώτα από τα λιγοστά
καράβια που πλέουν να αντανακλούν στα ήρεμα νερά. Η ματιά του στέκεται στην
επισκευαστική ζώνη, ελάχιστα σκαριά υπάρχουν για φτιάξιμο πια. Από το 2008 έπεσε
κατακόρυφα η ναυλαγορά και η επισκευή πλοίων στη χώρα.

Λίγο οι ελλιπείς υποδομές λίγο τα ψηλά μεροκάματα σε
σχέση με το εξωτερικό, καθώς και οι συχνές απεργίες, οδήγησαν τις ναυτιλιακές
να φτιάχνουν τα καράβια τους σε γειτονικές χώρες, όπως η Τουρκία. Για αυτές
κάθε μέρα καθυστέρησης στην επισκευή, είναι ζημιά χιλιάδων ευρώ. Δεν παίζουν με
το χρόνο και το κέρδος τους. Μπροστά τους δε λογαριάζουν τίποτα, ούτε το μέλλον
των εργατών.

Θύμα της κατάστασης αυτής είναι και ο Μηνάς. Λεβητοποιός
στο επάγγελμα. Από παιδί δεκαέξι χρονών κοντά στο γέρο του, τον Παναγή, έμαθε
τη δουλειά την αγάπησε και έφτιαξε τη ζωή του από αυτήν. Τα τελευταία δυόμιση
χρόνια ζήτημα να έχει κάνει διάσπαρτα εφτά με οχτώ μεροκάματα. Χρωστάει
εννιακόσια ευρώ στη ΔΕΗ και πάνε δέκα μέρες που του κόψανε το ρεύμα στο σπίτι.
Είναι χρεωμένος στην τράπεζα, ανήμπορος να πληρώσει τις δόσεις και να καλύψει
τις οικονομικές του υποχρεώσεις.

Ευτυχώς η γυναίκα του καθαρίζει σπίτια και καλύπτουν
τουλάχιστον τα βασικά τους έξοδα. Να φάνε δηλαδή τέσσερα άτομα. Τα παιδιά είναι
ακόμα στο σχολείο, ο Παναγιώτης στο λύκειο και η Κατερίνα στο γυμνάσιο. Κάπως
παλεύει και τα ξεγελάει. Αυτά ντρέπεται πιο πολύ, με τις ανάγκες τους να
μεγαλώνουν μέρα με τη μέρα και αυτός να μη μπορεί να ανταπεξέλθει.

Ανάβει ένα τσιγάρο και πίνει μια γερή γουλιά ποτό.
Καίγεται ο λαιμός του από την τζούρα και τον καπνό. Χάνεται βυθισμένος στις
σκέψεις του. Δεν αντέχει να κάθεται άλλο χωρίς δουλειά. Χέρια δουλεμένα στο
σφυρί και την φλόγα δε γίνεται να μένουν σταυρωμένα. Μια ζωή να κινδυνεύει μέσα
στις λαμαρίνες, την σκουριά, την καπνιά. Κάθε μέρα να δουλεύει σε εξήντα
βαθμούς κελσίου και μετά από δέκα ώρες δουλειά να του λένε:

-ακόμα να τελειώσει το έργο;

Και από την άλλη να έχουν συμβεί τόσα ατυχήματα μέσα στα
χρόνια. Πόσες χαμένες ζωές φίλων και τραυματισμούς συνεργατών να μετρήσει;

– Παράπλευρη απώλεια οι ζωές των εργατών, να λένε οι
ναυτιλιακές εταιρείες.

Όμως αυτή είναι η δουλειά του και τώρα στα σαράντα πέντε
του, τον πετάνε στον κάδο των αχρήστων. Κρατάει την περηφάνια του, δε ζητάει
ελεημοσύνη, δουλειά ζητάει για να ζήσει με αξιοπρέπεια.

Η γυναίκα του η Ανθή είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, μα δεν
κοιμάται. Σκέφτεται τον Μήνα και σηκώνεται να τον βρει. Περνάει από την κουζίνα
και τον βλέπει από το παράθυρο, να κάθεται έξω. Βγαίνει στην αυλή και τον
πλησιάζει από πίσω, αργά για να μην τον τρομάξει. Περνάει το χέρι της στα
γκρίζα μαλλιά του και τον χαϊδεύει. Αγγίζει απαλά τα μελανά σημάδια στο μπράτσο
του. Καρκίνο του δέρματος έδειξαν οι εξετάσεις που πήρε πριν μια
βδομάδα-αποτέλεσμα της ακτινοβολίας από τα βαριά μηχανήματα της ζώνης.

Εκείνος δεν αντέχει, λυγίζει. Βάζει τα χέρια στο πρόσωπο
να μην φανούν τα δάκρυα του, μα αυτά δε συγκρατούνται. Η Ανθή τον αγκαλιάζει
σφιχτά και τα καστανά μαλλιά της, σκουπίζουν τα υγρά του μαγουλά.

-Μη σκέφτεσαι άσχημα Μηνά, είμαστε μαζί και μαζί θα τα
καταφέρουμε, του ψιθυρίζει στο αυτί.

Εκείνος θέλει να απαντήσει μα δεν μπορεί. Κομπιάζει ο
λαιμός του και τα λόγια δεν βγαίνουν. Αν υπάρχουν λέξεις να εκφράσει όσα νιώθει
για αυτήν. Η Ανθή είναι τα πάντα για αυτόν, έρωτας, ηδονή, αγάπη. Η σύντροφος
που τον στηρίζει στη ζωή. Θέλει να τον βλέπει δυνατό. Σηκώνεται από την
καρέκλα, τυλίγει με τα χέρια του το κορμί της και την φιλά στο μάγουλο.

– Πάω να περπατήσω, δεν θα αργήσω, της λέει με την μπάσα
φωνή του να τρέμει. 

Προχωράει προς την καγκελόπορτα με βήματα βαριά. Την
ανοίγει και χάνεται στην σκοτεινή κατηφοριά, με πορεία προς την επισκευαστική
ζώνη, τη ζώνη θανάτου.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ