Αρχή

Το πριν της κάθε ημέρας και το μετά

 της γέννησης

μη θυμηθείς ούτε κι όταν προβάλλει ουρανός

και γαλαζώσει η ψυχή.

Ξημερώνει δίσκος παλιού μανταρινιού

και ξεφλουδίζεις πανιά των ταξιδιών,

μετράς σελήνες, πράσινα, μαβιά μαντάτα

χάνεται τότε η θάλασσα, υποχωρούνε τα

μεταξωτά

και κρανίο γυμνό προβάλλει η μέσα σου

 οίηση….

Έως ότου όμως, μεταλάβεις το θαύμα,

 να νηστέψεις

της τριανταφυλλιάς και του λεμονιού το πικρό

 αποβάλλοντας

για να μπορέσει πάλι το μέλλον να δέσει σιρόπι.

Γι’ άλλους μπορεί κι η σιωπή.

Όπως όταν παράθυρο ανοίγει

ψάρια μελωδικά με στήμονες διεγερμένους

πολλαπλασιάζουν το φως του ποταμού

τη διαφάνεια του λεπτού

και ως μουσική όλοι βρισκόμαστε……



Της εξορίας



Παγωμένα νερά, το φεγγάρι λυτό

μουσική μία, στου ύπνου το γνώριμο

στη μαύρη φτερούγα, ο άγγελος.

αύριο θα ΄ρθούνε μυρσίνες να μας πάρουν.

Κι είδα το σπίτι γκρεμισμένο, άφωνο

με νύχια, με μαλλιά στην αφελή σελήνη

στην άστρωτη σιωπή, την τρομαγμένη.

Εξορία είδα, με κρεμασμένα μάτια

να πατάει η γλώσσα το λευκό και να σωπαίνει

Κί ήρθε ο Αργύρης με το κουστούμι του

 φθαρμένο ο Νίκος με τη φωνή του να θωπεύει

 τα βουνά κι η Λιάνα με το βιβλίο ανοιχτό

 παίζοντας με το δίγαμμα στη μέρα,

ο Μανόλης που του έπεφταν τα σύμφωνα κι

αγχώνονταν

κι ο Φίλιππος που χε ανάσα από καπνό

 βιρτζίνια γεμάτο νότες.

Τις ξέρω αυτές τις κορυφές. Τις βλέπαμε

 παιδιά σαν κόβαμε τις άγκυρες.

Μετά σ’ ένα άλογο κούφιο κρύψαμε

τους δαίμονές μας