Έκανε
ζέστη, όταν ήρθε ο μάνατζερ.

Ο δρόμος βούλιαζε στο φως.

Η Αττική, κρεμασμένη στον αέρα

κι οι επιβάτες της, λικνιζόταν

σαν σε ένα γαλήνιο αεροπλάνο.

Μα εκείνος έβλεπε ευκαιρίες μπίζνες.

Μπαίνοντας στην Αθήνα τα πράγματα φαινόταν

σκεπασμένα από ασβέστη, σαν μια Πομπηία.

Ο μάνατζερ κρεμόταν από το Μπλακ Μπέρι

συνέχεια αστειευόταν με τον ομόλογό του

στο Μιλάνο: μονάχα το αεροδρόμιο είν’ Ευρώπη.

Απέλυσε τον Αλκέτ σ’ ένα τέταρτο.

Ο Αλκέτ είπε στη μητέρα του απολύθηκα

και επέμενε να μου κάνει το τραπέζι

και βγήκαμε στη ταράτσα γύρω στις δυο.

Η νύχτα της Αθήνας ήταν σα μια επιθυμία

κρυμμένη μέσα στο σώμα ενός εφήβου.