Πού πάω μ’ αυτά τα παπούτσια;
Το
λεωφορείο, βροχή
Κόσμος πολύς στη στάση
Αέρας και μια εξαθλίωση
Να κρέμεται απ’ τις τσέπες τραγικά
Τα κουμπιά σε κάθετη πορεία
Και οι γυναίκες με τα αυλακωμένα πρόσωπα.
Κόρνες αυτοκινήτων
Οι σκύλοι χαμένοι, τα ρολά
Οπως πάντα κατεβασμένα
Δεν περίμενα τίποτα, δεν
Εβρισκα τίποτα όσο κι αν
Εψαχνα με τα μάτια
διαρκώς στο δρόμο.
Τα τακούνια
μου μόνο, στα λασπόνερα.
***
Η θλίψη μου είναι μια γυναίκα
Η θλίψη μου είναι μια όμορφη γυναίκα.
Φοράει ψηλά τακούνια και άρωμα DKNY.
Επίσης θεωρώ ότι είναι αφάνταστα έξυπνη.
Το μόνο ελάττωμά της: στεναχωριέται πολύ εύκολα.
***
Η μελαγχολία του κλειστού δωματίου
Ασύλληπτο το
εύρος της.
Αρχικά κατέλαβε μια μικρή περιοχή
Λίγο πιο πάνω απ’ το στήθος.
Ελαφρύς πόνος – όχι τίποτα ιδιαίτερο.
Έφτανε να στρέψω κάπου αλλού την προσοχή
Για να ξεχάσω ότι υπάρχει.
Μετά απλώθηκε στα χέρια. Οτιδήποτε
Άγγιζα μεταβαλλόταν σε αντικείμενο
Πόνου. Αποτέλεσμα, έπαψα να
Αγγίζω. Δεν έφτιαχνα φαγητό δεν
Άνοιγα παράθυρα και άφηνα
Τα πράγματα να σέρνονται
Απειλητικά μέσα στο σπίτι.
Προχώρησε στα πόδια κι έτσι έπαψα
Να περπατάω
Ξάπλωσα στο κρεβάτι και περίμενα.
Μα το χειρότερο ήταν πως με τα
Πολλά έφτασε μέχρι την πιο ψηλή
Κορυφή, τη σκέπη του μυαλού.
Άρχισε να την τραντάζει βάναυσα και
Έτσι εκείνη μην έχοντας άλλη επιλογή
Κατέρρευσε να της αφήσει χώρο.
***
Αιφνιδιασμός
Το έργο τέχνης θα σε περιμένει στη γωνία
με μια σφαίρα πίσω απ’ το μάτι του
τότε θα είναι επικίνδυνο
να το κοιτάξεις, γιατί
ξέρεις καλά πως επάνω του κρέμεται
η γύμνια σου, η απαρχή της καταδίκης
ολόκληρου του κόσμου
κι ένα μικρό σαπισμένο
καραβάκι
που θα μπορούσε να το λένε
Έρωτα.
***
Η γυναίκα γυαλί
Μπαμπά,
μαμά, με φτιάξατε
Από γυαλί.
Δεν μεριμνήσατε για ένα
Πιο ανθεκτικό υλικό. Μ΄αφήσατε
Στην τύχη μου
Και όλο τρέμετε για μένα
Μήπως σπάσω.
Και πιο
πολύ, γιατί στο βάθος
Ξέρετε
Πως τα κομμάτια μου θα κόψουν
Το λαιμό σας.