Ίσως=Ίσως  αυτό είναι Εγώ ….

Μια σειρά
αποσιωπητικών γύρω από δεσμίδες λέξεων που συγκροτούν νοήματα παραδεδομένα.
Νοήματα που δεν τα χώρεσα.  Που δεν με χώρεσαν. Όπως και τόσους άλλους.
Που δεν  συνάντησα και δεν με συνάντησαν, έτσι  που γέρναγα
 χρόνια μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη και δυο ζευγάρια παπούτσια
χειροποίητα:  Μια περιουσία που άλλοτε την ντρεπόμουν, γιατί δεν έμοιαζε
μ’ αυτά που μπαίναν στις βιτρίνες και φάνταζε παράταιρο στα μάτια μου τ’
αλλιώτικό της.   Τα πολύτιμά μου λοιπόν.  Που μήτε γνώριζα,
 μητ’  αγαπούσα. Μήτε κι εκείνα με γνωρίζαν μητ’ αγαπούσαν.

Είναι που
θέλει μάτια για να σου ‘ρθει η αγάπη.  Και δεν είν’ τα μάτια του
καθρέφτη  άσε να λένε.  Μάτια και σιωπή: Του άλλου, με το πρόσωπο
το δεύτερο το ενικό. Εκείνο που σκοτώνεις με πληθυντικούς κι εκλογικεύσεις
ορθολογικές κι αηδίες. Και κατασκευασμένες απουσίες διαρκείας. Για να
κρατήσεις τι ; ένα πτώμα;

 Ίσως
αυτό είναι Εγώ …

Μια σειρά από
δάχτυλα κομμένα η καμένα,  που δεν μπορούν να κρατήσουν στην φλόγα του
ναι, του όχι,  του ποτέ, του μην, του αλλά, του μήτε… κι αντικαθιστούν
την απώλεια με πτώματα προκατασκευασμένα. Έτσι που μήτε την απώλεια έχουν,
μήτε την πριν της επιθυμία.  Ένα διπλό θάνατο μονάχα. Σαν διπλό ουίσκι.
 Με πάγο.  Μπόλικο. 

Είναι που
θέλει ύλη για να μεγαλώσει η αγάπη. Και δεν ειν’ του πνεύματος την ύλη άσε να
λένε.   Υλη του άλλου, με το πρόσωπο  το πρώτο το ενικό
στραμμένο

ευθεία στο
χώμα που σε τρέφει.  Εκείνο που σκοτώνεις με πληθυντικούς κι
εκλογικεύσεις  ορθολογικές κι αηδίες.  Και κατασκευασμένες απουσίες
διαρκείας. Για να κρατήσεις τι;  ένα πτώμα;
     Σκοτώνεις για να μην ζήσεις  στο έπακρο. Επαναλαμβάνεις την απώλειά σου στο έπακρο, στο
διηνεκές και κερδίζεις την αθανασία της μηδενίζοντας κάθε δυνατότητα άλλης
 ζωής μετά της.  

Ίσως αυτό
είναι Εγώ…

Ένα πλάνο
παγωμένο διαρκώς στην ίδια σκηνή, στην ίδια ηλικία που παίζεται επαναληπτικά
κάτω από μια οθόνη  προσωπική, ενόσω προβάλλονται πάνω της διαρκώς άλλες
σκηνές. Σκηνές που ροκανίζει αργά η παλιά σκηνή και τις απορροφά σταδιακά
ενσωματώνοντάς  της στο ίδιο πάντα μεθυσμένο τέλος: Χθες ον δη ρόκς
 τσουγκρίζει με άλλο χθες ον δη ροκς , η  με χθες με σόδα, η κόλα η
τόνικ ίσως! 

Ίσως αυτό
είμαι εγώ 

Ένα σακίδιο
παραλλαγής με δυο ιμάντες ώμου κι ένα σημειωματάριο δρόμου για να χωρά η
περιφορά του επιταφίου μου απ’  το γραφείο στο αεροδρόμιο  κι από
κει ξανά στο γραφείο και ξανά στο αεροδρόμιο, στο πλοίο, στο σταθμό, στο
άδειο σπίτι -το τόσο ανακουφιστικά άδειο τελικά-,  αυτό που εσύ λείπεις
για πάντα, αυτό που στους διαδρόμους στα δωμάτια γράφει παντού: απ’ αυτό
που λείπεις είσαι….. αυτό που λείπει είσαι …… 

Αυτό το σπίτι
που όλο λείπει. Το σπίτι που λείπει όλο. Φέροντας μόνο τούτην  τήν ξένην
…  εξασφαλίζοντας στην απουσία το όνομα και την κτητική μου αντωνυμία:
Την αθανασία μου….

Αθανασία
Δανελάτου
, 10ς 2010