Ας –μην- περιμένουν οι
γυναίκες:
LesamantsτουLouisMalleκαιCarolτουToddHaynes

Αν θεωρίες
κοινωνιολογικές, ψυχαναλυτικές ή απλώς θεωρίες «της πιάτσας» και συζητήσεις
γραφείου, μιλάνε απερίφραστα για μια κάποια αυταπόδεικτη γυναικεία φύση που
υπαγορεύει αυτονόητες αντιδράσεις, ο κινηματογράφος αναλαμβάνει πρόθυμα την
–όχι και τόσο μαθηματική- απόδειξη πως η γυναικεία φύση υπαγορεύεται από
συνθήκες και καταπιέσεις. Και υπαγορεύει, εντέλει, αντιδράσεις –απλώς- ανθρώπινες.

Σε ευθεία, λοιπόν,
διαλογική σχέση, το «Lesamants»
του Λουί Μαλ και το «Κάρολ» του Τοντ Χέινς, πλέκουν έναν καλοστημένο ιστό
αράχνης που σφίγγει στα δίχτυα του προκαταλήψεις και στερεότυπα περί μιας
κάποιας γυναικείας ψυχοσύνθεσης πετσοκομμένης από περιττές ατομικότητες.  

«Lesamants»: Οι εραστές των αιώνιων στιγμών

Στη Γαλλία των 50’sη
Ζαν (Ζαν Μορό) διαθέτει  βαρετό σύζυγο
και διεκδικητικό εραστή. Μεγαλοαστή από τα γενοφάσκια της αναλώνεται σε πρωινά
στο κρεβάτι και βόλτες σε ιπποδρομίες. Ενώ, δείχνει να εμπιστεύεται πλήρως το
παιδί της στα χέρια του πρόθυμου υπηρετικού προσωπικού. Μια γυναίκα ,κατά τα
φαινόμενα, μόνιμη κάτοικος μια κάποιας αστικής λαμπερής ουτοπίας με βασικά
χαρακτηριστικά αφενός την αναπόδραστη σεξουαλικότητα ως αντίβαρο στην
αποχαυνωτική πλήξη. Και αφετέρου, τα φουλάρια στην καλοχτενισμένη κώμη της, ως
αντιστάθμισμα στο βάρος του αέρα που τη μαστίζει ανελέητα στις βόλτες με το
πολυτελές κάμπριο αυτοκίνητο. Μια αβάσταχτη ελαφρότητα διαρκείας που
αποδεικνύεται, όμως, ψευδεπίγραφη για μια γυναίκα που δε χαμογελά.

Το αυτοκίνητο της Ζαν θα
πάθει βλάβη σε κάποιο ερημικό δρόμο. Και ένας γοητευτικός νεότατος καλοθελητής
θα αναλάβει το βάρος της μεταφοράς της στο σπίτι. Ένας καλοθελητής που θα
αποδειχτεί φιτιλιά για την –φτιαγμένη από τα εύφλεκτα υλικά της μεγαλοαστικής
πλήξης- έπαυλη και μόνιμο χαμόγελο στα χείλη της Ζαν. «Ο σύζυγος μου μοιάζει με
αρκούδα» φωνάζει, αφήνοντας το αυτοκίνητο του νεαρού, τρεκλίζοντας ως άλλη
μεθυσμένη από το κοκτέιλ της απαγκίστρωσης από τα δεσμά της περασμένης
«ευτυχίας». Και, αυτοστιγμεί, η επιστροφή στον κόσμο που την ανέθρεψε, μοιάζει
με ακραιφνή Ιθάκη λεηλατημένη στο βωμό του νεότοκου έρωτα.

Ένας πόλεμος Τρωικός και
αυτονόητα ηρωικός, ανοίγεται ανάμεσα στην παρούσα ουτοπία της επικείμενης
αναχώρησης και στην –τελικά- δυστοπία της συζυγικής καθημερινότητας, με ίππο
δούρειο και άνεμο ούριο τον αμοιβαίο έρωτα ανάμεσα στη Ζαν και τον Μπερνάρ. Ζαν
και Μπερνάρ θα υποκύψουν σε ένα πάθος φλογοβόλο που ορκίζεται να παραμείνει
αειθαλές. Κι όσα υπόσχεται ο έρωτας το βράδυ, οι εραστές το εξαργυρώνουν το
πρωί, όταν το φως της ημέρας αποδεικνύεται κι εκείνο, τοπίο (εξίσου) φιλόξενο
για το φτερωτό θεό. Ένα πρωί που προτρέπει αβλεπί σε ένα μέλλον που μπορεί να
υπάρξει μόνο ως κοινό για δύο γεννημένους εραστές.

Μία κάποια Ζαν, ως άλλη
Μαντάμ Μποβαρύ, θα εγκαταλείψει συζυγική εστία, παιδιά και πάσης φύσεως κομφόρ
για να βρεθεί ,στον αιώνα τον άπαντα, στην αγκαλιά και στο κρεβάτι ενός κάποιου
Μπερνάρ. Και ένας Λουί Μαλ που δεν θα αναλωθεί σε αυτονόητα κατηγορώ για τη
μάνα και τη σύζυγο που άφησε οικειοθελώς πίσω της καμένη γη, αλλά για τον
άνθρωπο που όταν συνειδητοποιεί πως η πυρκαγιά δε θα υποχωρήσει, ξαναρχίζει σε
εδάφη εύφορα.

«Carol»: Όταν η ηδονή υπόσχεται αιωνία ζωή

OΤοντ
Χέινς σε μια από τις πλέον ερωτικές ταινίες του 21ου αιώνα μιλά για
έναν έρωτα κεραυνοβόλο που ανέτρεξε στα κατάβαθα της γέννησης του και βρήκε το
θάρρος να υπερκεράσει εμπόδια και πάσης φύσεως κατάρες. Η σαραντάρα πανέμορφη,
εύπορη Κάρολ είναι παντρεμένη με τονHarge. Και ως καρπό των ιερών -πλην δεσμών- του γάμου,
διαθέτει μία κόρη. Μια χριστουγεννιάτικη πρωία κατευθύνεται σε ένα
πολυκατάστημα για να αγοράσει δώρο στην κόρη της. Ο σκοπός ,όμως, της αγοράς
δώρου θα μετατραπεί σε αιτία γνωριμίας με την νεαρή φαινομενικά εύθραυστη Τερέζ
και σε ξύπνημα ενός έρωτα μοιραίου.

Οι δύο γυναίκες θα
ξεκινήσουν και θα πυκνώσουν με ρυθμούς γοργούς και αναπόδραστους τις
συναντήσεις τους. Και ως αυτονόητη συνέχεια και μοναδική επιλογή ξεπροβάλλει η
λύση ενός κοινούroadtripεν
είδει χριστουγεννιάτικου εορτασμού. Η σεξουαλική εκτόνωση των έσω παθών, τα
κοινά πρωινά και τα βλέμματα, θα λειτουργήσουν ως άλλος μαγνήτης. Που όμως δε
θα αργήσει να απομαγνητιστεί όταν το φάντασμα της συζυγικής ζωής της Κάρολ θα
εμφανιστεί μπροστά της, με τη μορφή ιδιωτικού ντετέκτιβ, φωτογράφου των
ιδιωτικών της στιγμών με την Τερέζ. Κι αν η οικογενειακή εστία κατάφερε
θανατηφόρο πλήγμα στα οριστικά -πλην συχνά ακατανόητα- πάθη, η νίκη θα
αποδειχθεί πύρρειος και η επιστροφή στις αγκάλες της Τερέζ έξοδος –ίσως-
κινδύνου σε ένα μέλλον υποσχόμενο οργασμούς σεξουαλικότητας και ευτυχισμένων
στιγμών. Σε ένα υποτιθέμενο αινιγματικό φινάλε, μια πρόσκληση της Κάρολ, στην
-εν ενεργεία πλέον φωτογράφο- Τερέζ θα μετατρέψει ένα πολυτελές εστιατόριο από
τόπο γαστριμαργικών αναζητήσεων σε τοπίο ερωτικής αναγέννησης για δύο βλέμματα
σε οριστική συμφιλίωση.

Ο Τοντ Χέινς, εδώ,
χαρίζει –όπως ακριβώς και ο Λουί Μάλ- την αχλή του κινηματογραφικού έρωτα στη
δεκαετία των 50’s.
Με πρωταγωνιστές τα καλοστημένα στερεότυπα ενός κακοστημένου κόσμου και δύο
γυναίκες σε αστική χειμέρια νάρκη, ο Χέινς θα απευθύνει βροντόφωνο κατηγορώ σε
όλες εκείνες τις κοινωνικές αγχόνες που ξέρουν μόνο να πετσοκόβουν τις
πραγματικές (μας) ουτοπίες. Και θα κρατήσει το σκηνοθετικό του μικρόφωνο ψηλά
μετατρέποντας Κάρολ και Τερέζ σε λάβαρο της απόλυτης οικουμενικότητας των
ερωτικών υποσχέσεων και παθών.

Τοπία
μάχης πάντα διπλά

Αν οι φυλακές είναι
–τελικά- για τους κακούς, ο Λουί Μαλ και ο Τοντ Χέινς αδειάζουν τα πάσης φύσεως
σωφρονιστικά ιδρύματα από εγκληματίες συμβατικής ηθικής. Και με διαφορά μισού
αιώνα μετατρέπουν τις κάμερες τους σε πολυβόλο με σφαίρες από μικροσκοπικούς
φτερωτούς θεούς. Που βάλουν αδιακρίτως κατά αστικών δεσμών και αφήνουν στο
πέρασμα τους όρθιους, μόνο τους αιώνια ερωτευμένους. Αυτούς που τόλμησαν,
αυτούς που ανακάλυψαν και αυτούς παραδόθηκαν σε ό,τι ανακάλυψαν. Κι αν στα
συντρίμμια της ατομικής ερωτικής βόμβας, ο άμαχος πληθυσμός αφήνεται να
χαροπαλεύει με ίδια μέσα (οι δύο σκηνοθέτες υπαγορεύουν πως) οι συμβιβασμοί
αξίζουν να κατατροπώνονται ως όπιο στα χέρια των γελοίων.