Το παλίμψηστο του χρόνου

Γράφει η Στυλιανή Παντελιά

(Ευαγγελία Τάτση, Θα γίνουν ΟΛΑ με τα μάτια ΑΝΟΙΧΤΑ, Εκδόσεις Βακχικόν, 2024)

 

Η ποιητική συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση Θα γίνουν ΟΛΑ με τα μάτια ΑΝΟΙΧΤΑ (2024) αποτελεί ένα σχόλιο στον χρόνο και τις διαδοχικές/πολλαπλές του μεταλλάξεις. Ενδεικτικό είναι το μότο του βιβλίου «Ο τωρινός χρόνος κι ο περασμένος χρόνος ίσως κι οι δύο είναι παρόντες σε χρόνο μέλλοντα (…)» του Τ. Σ. Έλιοτ. Ταυτόχρονα περικλείει όλα όσα αποτελούν τον μακρόκοσμο/μικρόκοσμο της ποιήτριας: το κοινωνικό και εργασιακό περιβάλλον, τα πορτρέτα ανθρώπων σε δύσκολους καιρούς, τα αγαπημένα πρόσωπα, τα θέματα της τέχνης, το στοίχημα της ποίησης. Πρόκειται για πολιτική υπόθεση, αφού ο καλλιτέχνης είναι ον πολιτικό. Η Τάτση επιτυγχάνει να δώσει το προσωπικό[1] – και καλλιτεχνικό – της  στίγμα με βάση αυτές τις συντεταγμένες. Είναι το τρίτο της βιβλίο, μετά τις Ακακίες στη σαβάνα (2020) και τα Φυτά εσωτερικού χώρου (2022).

Η ποίηση αποτελεί ζήτημα ζωής, αλλά και αφαιρέσεων. Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται στη συλλογή, «Υπάρχει μια λέξη που χάθηκε σε κάθε λέξη» (σ.15). Αυτό που παραλείπεται είναι σημαντικό, αλλά για κάποιους λόγους πρέπει να αποσιωπηθεί. Μέσα στο λεκτικό φορτίο κρύβεται ο ξανακερδισμένος χρόνος. Πρόκειται για μια ιδιωτική στιγμή που επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα ή, κάποτε, πρόκειται για τον λάθος χρόνο. Σε αυτή τη διαδοχή των ημερών το ποιητικό εγώ αποτελεί μια μηχανή που επεξεργάζεται το παράλογο. «Τότε γίνομαι η μηχανή /που κουβαλά τα από μηχανής άλογα. / Με κοιτάζουν με το ένα μάτι τους. / Με το ένα μάτι μου τα κοιτάζω. / Τότε γράφονται τα ποιήματα» (σ.19). Απαραίτητη ωστόσο κρίνεται η απόσταση στον χώρο και τον χρόνο, καθώς και η αλλαγή του εαυτού.

Μιλούσα κι όπως μιλούσα άλλαζα γλώσσες και ηλικίες
και ενδεχόμενους εαυτούς.
(σ.23)

Η παιδική ηλικία έχει σημασία ως μια ιδιαίτερη βαθμίδα. Προέρχεται «Εκ του μηδενός», όπως ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη. Όλα ξεκινούν από την «Πράσινη παιδική ζακέτα» – και  ηλικία. Γύρω στο παιδί αναπτύσσεται ένας ολόκληρος κόσμος, η φύση και τα πράγματα, ορατά και αόρατα. Η ποιητική ματιά μαθαίνει να επεκτείνεται «απ’ αυτό που υπάρχει /σε κείνο που δεν υπάρχει» (σ.29). Και αλλού επιμένει η ποιήτρια: «Είμαι το παιδί (…) μέσα στη φυσαλίδα του χρόνου που διαστέλλεται /από την απουσία που εκπνέω» (σ.11). Κάποτε εμφανίζονται τα νεκρά παιδιά που «δεν ανήκουν σε κανέναν κόσμο» (σ.38) αλλά συνεχίζουν να  «ραπάρουν» για πάντα. «Και η αρχή ήταν μόνο αρχή αδιάκοπη» (σ.49), μια ακόμη αναφορά στον Τ. Σ. Έλιοτ. Ο χρόνος υφίσταται σε δύο διαστάσεις, όπως και το πατρικό σπίτι οικοδομείται σε δύο επίπεδα. «Ένα κατώτερο κι ένα ανώτερο. / Ένα σπίτι που ήταν /κι ένα σπίτι που ήθελε να γίνει» (σ.12). Το ένα επίπεδο συγκεντρώνει όλα τα καθημερινά ζητήματα και το άλλο τα εξευγενισμένα υλικά. Το θέμα είναι ποιο από τα δύο επιλέγει να κατοικήσει το ποιητικό υποκείμενο.

Διαπιστώνεται επομένως ένας δυισμός[2] στην ποίηση της Τάτση. Υπάρχουν «δύο εαυτοί» (σ.25) που γυρίζουν στο σπίτι από δύο πολέμους και ζουν δύο ζωές. Νιώθουν αντίθετα συναισθήματα. Μετρούν τις κινήσεις τους σε δύο βήματα (σ.24). Το υποκείμενο περιγράφει τη θέση του σε έναν διασπασμένο κόσμο, στον οποίο μόνο «Εικασίες» μπορεί να κάνει. Κινείται στον χώρο, ταξιδεύει, γνωρίζει άλλους ανθρώπους, ονειρεύεται. Ομολογεί ότι το διακρίνει μια πολυμέρεια: «Μιλούσα κι όπως μιλούσα άλλαζα γλώσσες και ηλικίες / και ενδεχόμενους εαυτούς» (σ.23). Η επιθυμία για μεταμόρφωση είναι ορατή: «Είμαι η αθόρυβη χλόη / του αλγόριθμου κόσμου. / Ήμουν πάντα πράσινη» (σ.30). Ο αναγνώστης καλείται να θυμηθεί το αντίστοιχο ποίημα του Γ. Σεφέρη:

(…) μ’ άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα
νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα γιατί το στυπόχαρτο
πάνω στο θρανίο μου ήταν κι εκείνο πράσινο
(«Παιδί»: Ο κ. Στράτης Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο)
Το ποιητικό εγώ συγκροτείται από διάφορα θραύσματα. Κατά βάση όμως ισχύει ότι «Εγώ, είναι μια λέξη που ψεύδεται». Δεν αποτελείται μόνο από τον «ορατό πηλό» ούτε από τα κτερίσματα.

Εγώ, είμαι ο αχθοφόρος του κενού
– του μυστικού μου τόπου –
εδώ όσα αγαπώ βυθίζονται
και πάντα λείπουν.
(σ.63)

Το κενό και η απουσία χαρακτηρίζουν το υποκείμενο. Όλα γράφονται στην πέτρα, σύμφωνα με το σεφερικό παράδειγμα αλλά αποτελούν μορφές εν απουσία. Το άγαλμα που γεννούν οι κινήσεις του αποκτά αυτόνομη ύπαρξη – και λαμβάνει γυναικεία μορφή. Το υποκείμενο συνεχίζει να διχάζεται: «Είμαι η γυναίκα» (σ.67)-«Είμαι το παιδί» (σ.11).

Αυτή η γυναίκα φοβάμαι
πως θα μ’ εγκαταλείψει κάποτε
(γι’ αυτό αφήνω έναν στίχο ανολοκλήρωτο).
(σ.65)

Το ποιητικό σύμπαν εξελίσσεται σε ένα ζωντανό όνειρο. Ο κόσμος επιστρέφει στα πρωταρχικά του υλικά (νερό, δέντρο, ψάρι) και τα στοιχειώδη αντίθετα (τέλος /αρχή, αίμα/νερό, ημέρα /νύχτα) και αρχίζει «Εκ του μηδενός» (σ.49). Κάποτε προσλαμβάνει ωστόσο συγκεκριμένες συντεταγμένες και εξελίσσεται στη Σύρο, στο Λαζαρέτο. Το μήνυμα προς τον αναγνώστη είναι συγκεκριμένο: «Ο χρόνος και το είδωλό του σε καλούν σε ειρηνική συνύπαρξη» (σ.55). Η ράφτρα του χρόνου άλλωστε συνεχίζει ασταμάτητα τη δουλειά της με μια παλιά ραπτομηχανή Singer (σ.56). Άλλοτε το όνειρο είναι περισσότερο σύνθετο. Το εγώ ταυτίζεται με «μια πόλη αλλόκοσμη», με μια μηχανή με σωληνώσεις και κινητήρες. Η ποίηση πηγάζει από ετερόκλητα υλικά και όχι πάντα από ευγενή μέταλλα.

Η πραγματικότητα έχει μια συμπαγή παρουσία. Τα υλικά της είναι ανθεκτικά: «έλαια σιλικόνης, λαμαρίνες (…) χαλίκια, σκυρόδεμα» (σ.39). Οι οικοδόμοι τα επεξεργάζονται για να στεγάσουν τους ανθρώπους. Ωστόσο κι αυτοί χωρίζονται σε κατηγορίες: «Άλλο οικοδόμος, άλλο εργολάβος» (σ.13). Η πάλη των τάξεων συνεχίζεται μέσα στο ποίημα και «καθένας χρεώνεται τα δικά του» (σ.13). Η ποιήτρια θεωρεί ότι ο άνθρωπος είναι ον πολιτικό, ζει σε κοινωνίες και παλεύει με την ανισότητα. Πώς μπορεί να μετουσιωθεί η ταξική κοινωνία σε ποίημα; Προφανώς, με τη βοήθεια του ονείρου και της υπέρβασης. Και την μετατροπή της έντασης που υποφώσκει, σε κινούμενη εικόνα.

Ήμουν το διυλιστήριο
με τη ρευστή πράσινη πέτρα σου να κυλά στις φλέβες μου.
Με τις σωληνώσεις και τους κινητήρες μου
να αποστάζουν την αργή σου λύπη.
Να πυρολύουν τους φόβους σε μικρότερες αλυσίδες
με την απειλή μιας επερχόμενης έκρηξης.
(σ.57)

Το ποίημα-έκρηξη οδηγεί σε ένα θαύμα: «Έτσι κι αλλιώς από θαύμα ζούμε / για να θυμόμαστε αυτό που ποτέ δεν υπήρξε» (σ.36). Η ουτοπία είναι η κινητήρια δύναμη της ποίησης και η μυθική μορφή του Ορφέα κυριαρχεί. Διαπιστώνεται επομένως ο ισχυρός ποιητικός πυρήνας, ο οποίος είναι φτιαγμένος με υλικά των ονείρων. Πρόκειται για έναν μυστικό τόπο (σ.63), όπου όλα υπάρχουν μέσα στην απουσία τους.«Το νόημα των πραγμάτων» είναι κάτι υλικό «όπως το ξύλινο βάζο» (σ.58). Σε αυτό το αποτέλεσμα οδηγεί η γλώσσα, που διατηρεί την ευελιξία και ταυτόχρονα την τρέχουσα χρήση της. Μεγαλύτερη σημασία έχει ο προφορικός λόγος («μιλούσα», σ.23, «γλώσσα απομαγεμένη», σ.24). Ερωτήσεις και απαντήσεις, μονόλογοι, προστακτικές, συνοπτικός και αποφθεγματικός τόνος κυριαρχούν. Στην ιδιόλεκτο της ποιήτριας θέση έχει η τρέχουσα γλώσσα, εκείνη των υπολογιστών, καθώς και η γλώσσα της νεολαίας.

Ευαγγελία Τάτση

Ποια σημασία έχει άραγε ο πεζολογικός τίτλος με την έμφαση στο ρήμα («θα γίνουν») και στους προσδιορισμούς ΟΛΑ και ΑΝΟΙΧΤΑ; Η ίδια η Τάτση τονίζει σε συνέντευξή της: «Αυτά λοιπόν θέλησα να συμπεριλάβει ο τίτλος με την μορφή της προφητείας / επίγνωσης, της στάσης, μα και του ερωτήματος». Και συνεχίζει: «Ας πούμε πως τα ποιήματα της συλλογής είναι ένα σύνολο από ερωτήματα, συλλογισμοί γεμάτοι από αντιφάσεις και βασανιστικά δίπολα που ζητούν μια απάντηση. Γράφτηκαν με την αγωνία του επισκέπτη που φτάνει στο μαντείο και διεκδικεί την χρησμοδοσία. Σ’ αυτή τη διαδικασία τα ποιήματα θέτουν τις ερωτήσεις και ο τίτλος οφείλει να παίξει το ρόλο του χρησμού με τρόπο λειτουργικό καταρχάς για μένα. Στη συνέχεια θα φανεί να μπορεί να παίξει τον ίδιο ρόλο και για τους αναγνώστες[3]». Ο αναγνώστης μπορεί να συμμετάσχει με ενεργό ρόλο στο παιχνίδι των ερωταποκρίσεων. Η σκιά του μοιάζει να ακολουθεί την ποιήτρια σε κάθε της βήμα. Το άλογο-παράλογο ωστόσο καραδοκούν.

όμως
αυτό το άγριο άλογο μπροστά σου
σε περιμένει να το στρέψεις στον ήλιο

η σκιά του αλόγου σου
θα με λύσει από το φως
που δεν βλέπεις.
(«Σκιά του αλόγου»: Φυτά εσωτερικού χώρου)
Οι πολλαπλές επιδράσεις στην ποίηση της Τάτση συνοψίζονται στην παρούσα συλλογή σε ένα ζωντανό παλίμψηστο, στο οποίο ο χρόνος έχει τον πρώτο λόγο. Εμφανής είναι η πρόθεση της ποιήτριας για επικοινωνία με τον αναγνώστη σε πραγματικό χρόνο. Υπόκειται ωστόσο και το παρελθόν ως ιστορική παράδοση. Παραδέχεται η ίδια: «Οι εμμονές μου στην ποίηση είναι ίδιες με τις εμμονές μου στη ζωή. Είναι η ταυτότητά μου κατά κάποιο τρόπο. Κινούνται σε δίπολα, φθορά-γέννηση, έρωτας-απώλεια, νίκη-ήττα… σε ακολουθία, περιστρέφονται γύρω από την μνήμη και την απώλειά της. Η εμμονή μου σε ενικό αριθμό είναι η αντίφαση ή με άλλα λόγια ο άνθρωπος[4]». Μέσα από την κίνηση αυτή των αντιθέτων προκύπτει μια ποίηση που ακολουθεί τον ρυθμό της ζωής. Το μήνυμα του τίτλου προειδοποιεί για μια στάση εγρήγορσης, η οποία αναμένεται να ευαισθητοποιήσει τον παραλήπτη.

 

 

[1]«5 λεπτά με την Ευαγγελία Τάτση»:  «Το προσωπικό είναι βαθιά πολιτικό», bookpress, [Συνέντευξη]
[2] Οπ. παρ.: «Αναφέρομαι στον δικό μου χρόνο (…) με την πεποίθηση πως μέσα από δίπολα, ερωτήσεις και αντιφάσεις απομακρυνόμαστε κάθε φορά από την απελπισία»
[3]Ευαγγελία Τάτση, «Γράφτηκαν με την αγωνία του επισκέπτη που φτάνει στο μαντείο και διεκδικεί τη χρησμοδοσία», Συνέντευξη Περί Ποίησης, Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα, fractalart
[4]Οπ. παρ.

 

 

 

Η Στυλιανή Παντελιά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δημοσιεύει μελέτες για θέματα ελληνικής λογοτεχνίας σε εφημερίδες και  λογοτεχνικά περιοδικά.