ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ – ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ
Γράφει ο Εμμανουήλ Μαυροπαλιάς
-Τίποτα δεν γίνεται
-Αυτό λέω και γω
Παρόλα αυτά παραμένουν ακίνητοι, παραμένουν μαζί, σκαρφίζοντας συνεχώς τρόπους για να μην αντιλαμβάνονται τη ματαιότητα που τους επισκιάζει. Το ‘Περιμένοντας τον Γκοντό’ είναι ένα στατικό έργο στην ατέρμονη ροή του χρόνου, με τους δύο από τους τέσσερις βασικούς χαρακτήρες να βρίσκονται προσκολλημένοι στην ίδια στέπα, εκεί όπου ο χρόνος, οι εποχές, η μέρα και η νύχτα δεν έχουν καμία αξία, διότι δεν επιφέρουν καμία αλλαγή στον τρόπο που βιώνουνε την ύπαρξη τους. Μέχρι να έρθει η ώρα της σωτήριας, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν προσπαθούν μέσω της ανθρώπινης σχέσης να μην βυθιστούν στον ωκεανό της απελπισίας – μια αλληγορία που θα μπορούσε να συσχετιστεί με τον μύθο του Σίσυφου του Καμύ. Οι χαρακτήρες μας ζούνε μέσα σε μια παράλογη συνθήκη, εκεί που τίποτα δεν έχει νόημα και απώτερο σκοπό, το μόνο που περιμένουν είναι τον Γκοντό ο οποίος έχει ταυτιστεί με την σωτηρία, σαν ένα χέρι που θα τους χαρίσει απλόχερα σκοπό. Οπότε περιμένουν ζώντας μέσα σε μια αέναη επανάληψη την οποία καλούνται να την αποδεχτούν, και φυσικά, να περιμένουν υπομονετικά τη σωτήρια τους.
Πως το καταφέρνουν; Πως γεμίζουν το κενό και τον άσκοπο χρόνο; Σμίγοντας. Η αλληγορία του Μπέκετ είναι πολύ ξεκάθαρη. Οι χαρακτήρες μας προκειμένου να μην καταρρεύσουν, έχοντας ήδη στο πίσω μέρος του μυαλού τους την ιδέα της αυτοκτονίας :
‘’-Και τώρα τι κάνουμε;
-Περιμένουμε.
– Ναι, αλλά περιμένοντας;
-Να κρεμιόμαστε, τι λες; ‘’ σελ.19.) ζουν ο ένας μέσα από τον άλλον, αποδεχόμενοι ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα, αδυνατώντας να βρούνε νόημα ή σκοπό στη συνθήκη τους, αρκούνται στο ότι έχουν ο ένας τον άλλον ελπίζοντας σε ένα αύριο που όλα θα πάνε καλύτερα. Μπορούμε να ταυτιστούμε με τους φίλους μας, ακόμη κι αν δεν βρισκόμαστε μόνοι σε κάποιο δέντρο στη μέση κάποιας μακρινής στέπας, αλλά και εμείς όλο και κάτι περιμένουμε, πλάθοντας τους εαυτούς μας ο καθένας στο δικό του καλύτερο αύριο μέσα σε μια ρουτίνα που πολλές φορές φαντάζει άσκοπη δίχως νόημα ή απώτερο σκοπό – παρόλα αυτά βρισκόμαστε εδώ και προσπαθούμε, γελάμε, ερωτευόμαστε, κλαίμε και αγαπάμε στις δικές μας στιγμές ‘’σωτηρίας’’. Χώροι απόλαυσης σε μέρη φιλικά προσκείμενα στην ύπαρξη μας.
Όσο κι αν φλερτάρουν φαινομενικά με την απελπισία έμπρακτα βλέπουμε να την αρνούνται και να αντιστέκονται χτίζοντας γέφυρες επικοινωνίας, κατασκευάζοντας τον δικό τους λόγο στο κελί του παραλόγου. Όπως ο Σίσυφος είναι καταδικασμένο να επαναλαμβάνει για πάντα το ίδιο έργο, έτσι, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν είναι παγιδευμένοι στην αιώνια αναμονή. Το βασικό κοινό στοιχείο είναι η συνεχής προσπάθεια για εύρεση νοήματος, παρά τη μη επίτευξη του, η προσπάθεια και μόνο τους κρατάει μακριά από τον θάνατο. Σαν τον Σίσυφο που κουβαλάει την πέτρα μέχρι την κορυφή, απλά για να την δει να κυλάει ξανά εκεί από όπου ξεκίνησε.
Οι χαρακτήρες μας αντικρίζοντας την αναμονή τους μας δείχνουν το κοινό στοιχείο που υπάρχει ανάμεσα στον Μπέκετ και στο σημείο εκκίνησης της πέτρας του Σίσυφου. Την δυνατότητα της ελευθερίας μέσα από την αποδοχή της ματαιότητας. Οι χαρακτήρες μας περιμένουν, περιμένουν τον Γκοντό, δίχως καμία ένδειξη βεβαιότητας – ωστόσο αντιλαμβάνονται πως η βεβαιότητα δεν υπάρχει, κι έτσι πορεύονται. Ανεβάζουν τον δικό τους βράχο, χωρίς να υπάρχει κάποιος ουσιαστικός λόγος πίσω από αυτό, γιατί η αποδοχή της ματαιότητας είναι προϋπόθεση για να συνεχίσουν να ζουν.
‘Ένα από τα πιο εμβληματικά σημεία του κειμένου είναι ο μονόλογος του Λάκι. Ο μονόλογος του Λάκι είναι χαώδης, γεμάτος ασύνδετες σκέψεις και παράλογες εκφράσεις, σημείο που υποδεικνύει την αποτυχία του να δομήσει νόημα μέσω του λόγου. Ο Λάκι είναι καταπιεσμένος από τον Πότζο, βρίσκεται παγιδευμένος σε μια κοινωνική δομή εξουσίας η οποία διαταράζει άμεσα τον λόγο του. Η προσπάθεια του να επικοινωνήσει τον βρίσκει αντιμέτωπο με τη δική του έλλειψη και αδυναμία να γεμίσει ένα κενό από το οποίο θα μπορούσε να αντλήσει κάποιο νόημα – αρθρώνοντας με ορθό τρόπο τα λεγόμενα του. Ο Λάκι είναι ένα παγιδευμένο υποκείμενο όπου δεν μπορεί να προσδιορίσει τη ταυτότητα του στο δικό του συμβολικό σύστημα. Απ’ τη μία είναι υποταγμένος στον Πότζο, απ’ την άλλη ο λόγος του συγκρούεται με τον ρόλο που του προσδίδει η δομή στην οποία έχει παγιδευτεί. Ο λόγος του Λάκι αντανακλά την αποξένωσή του από την κοινωνική πραγματικότητα και τη συμβολική τάξη, και ο πως ο ρόλος του καταπιεσμένου εμποδίζει φανερά την έκφραση και την επικοινωνία.
Ο Πότζο λειτουργεί ως αυθεντία απέναντι στον Λάκι, είναι αυτός που τον καθορίζει μέσα στο δικό του πλαίσιο εξουσίας. Ακόμη κι αν ο Λάκι φαινομενικά αποδέχεται τον ρόλο του, βλέπουμε πως στην πραγματικότητα είναι τόσο καταπιεσμένος που δεν μπορεί να διαμορφώσει την υποκειμενικότητα του σε διαφορετικό πλαίσιο που ενδεχομένως να είχε και διαφορετικό αντίκτυπο. Ο Πότζο είναι το σύμβολο που εκπροσωπεί τη συμβολική τάξη του Λάκι, η εξάρτηση και αλληλεπίδραση που έχει ο Λάκι από τον Πότζο πλαισιώνει και τον ορίζοντα του ως προς τον τρόπο που κατανοεί τον εαυτό του.
Όσο ασυνάρτητος κι αν φαίνεται, ο λόγος του Λάκι μπορεί να ιδωθεί ως μια αλληγορία της ανθρώπινης συνθήκης μέσα σε ένα σύμπαν όπου η γλώσσα δεν καταφέρνει να παράγει νόημα. Το παραλήρημά του είναι μια απελπισμένη προσπάθεια να καλύψει την έλλειψη, την εσωτερική σιωπή που δημιουργεί η απουσία ενός σταθερού σημείου αναφοράς. Η αντίθεση του λόγου του με τη φιγούρα του Πότζο υπογραμμίζει την εξουσιαστική σχέση που καθορίζει τον Λάκι ως υποκείμενο, εγκλωβίζοντάς τον σε ένα σύστημα όπου η γλώσσα λειτουργεί μόνο ως μηχανισμός επιβολής και όχι απελευθέρωσης. Μέσα από αυτό το λεκτικό χάος, ο Μπέκετ φέρνει στο προσκήνιο την αποξένωση που επιβάλλεται από κοινωνικές και συμβολικές δομές εξουσίας, οι οποίες εμποδίζουν τον Λάκι να συγκροτηθεί ως αυθύπαρκτο υποκείμενο.
Ο Λάκι, λοιπόν, δεν είναι απλώς ένα πρόσωπο που μιλά παρανοϊκά· είναι το ίδιο το σύμβολο της ρήξης ανάμεσα στο νόημα και στη γλώσσα, ανάμεσα στην επιθυμία για έκφραση και στην αποτυχία αυτής. Το παραλήρημά του ενσαρκώνει μια βαθύτερη αγωνία: την αποτυχία της γλώσσας να γεμίσει το κενό της ανθρώπινης ύπαρξης, αφήνοντάς μας να αιωρούμαστε σε μια κατάσταση όπου η επικοινωνία μοιάζει περισσότερο με κραυγή παρά με σύνδεση.
Τέλος, το έργο του Μπέκετ πρόκειται για μια αντανάκλαση της ανθρώπινης αγωνίας και της θολής ελπίδας, μια συνεχής αναζήτησης στους ωκεανούς της ματαιότητας, όπου η έλλειψη της σωτηρίας και του προκαθορισμένου νοήματος γίνονται αφορμή για την αποδοχή της υπαρκτής ματαιότητας. Μια πορεία που μοιάζει με την ατέρμονη προσπάθεια του Σίσυφου να φτάσει με τον βράχο μέχρι τη κορυφή. Σε αυτό το παράλογο πλαίσιο, οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται φωτεινός φάρος, μία σταθερά που προσφέρει ελευθερία και απόλαυση καθώς η αίσθηση ότι ζούμε ο ένας μέσα από τον άλλον δίνει ζωή στον αέρα που αναπνέουμε – σαν μια ρωγμή στο οικοδόμημα της ματαιότητας. Κάθε αναμονή, κάθε άρνηση του θανάτου συμβολίζει την ελπίδα που κυοφορεί στη συνειδητοποίηση του μηδενός. Μια συνειδητοποίηση που γίνεται η απαρχή της ελευθερίας.
Ονομάζομαι Εμμανουήλ Μαυροπαλιάς, γεννήθηκα στην Έδεσσα το 1999 και από το 2018 διαμένω μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Είμαι απόφοιτος του προγράμματος Εργοθεραπείας του Πανεπιστημίου Queen Margaret της Σκωτίας και σχεδιάζω να ξεκινήσω ένα δεύτερο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στον τομέα της Φιλοσοφίας, στον οποίο προτίθεμαι να αφοσιωθώ πλήρως. Παράλληλα, δραστηριοποιούμαι συστηματικά στη μελέτη και συγγραφή θεωρητικών κειμένων, ενώ επιπλέον ασχολούμαι με τη συγγραφή βιβλιοκριτικών που εστιάζουν σε λογοτεχνικά, θεατρικά, ψυχαναλυτικά και φιλοσοφικά έργα.