Πανεπιστήμιο
Μουδιασμένη σχολή
αποστειρωμένοι διάδρομοι
σπούδασα
λίγο από καθήκον
λίγο για την αποκατάσταση.
Έμαθα να μ’αρέσει
ανακάλυψα πώς συναρμόζεται η ασφάλεια
αγγίζοντας ξένες πληγές
ακροαζόμενος λιπόσαρκες γριές με κομμένο ρεύμα
γεμίζοντας κύπελα απ’το μαύρο αίμα των μαχαιρωμένων
ανοίγοντας το σώμα του εγκλήματος
βλέποντας μέσα και πίσω
απ’τους χαφιέδες με τ’ασύρματα αυτιά.
Στα ποτισμένα τ’αμφιθέατρα
με την υπόξινη οσμή
τσιγάρο, βερνίκι, δακρυγόνο
εντρύφησα χωρίς να βρω
ποιος κάθε τόσο τα θυμιάτιζε.
Παρατήρησα κι έμαθα απ’έξω
στον τετράφυλλο πίνακα
στην οθόνη του προτζέκτορα
στην υγρασία των τοίχων
παντού την ίδια καπνένια σιλουέτα.
Όταν βεβαιώθηκα
ότι κι εγώ θα πιανόμουν
σκέφτηκα: ξέρω τι να περιμένω
επινοώντας την ασφάλεια του δεσμώτη.
Γέλασα: έπρεπε να’χα σπουδάσει
υποκριτική με ειδίκευση στις οχυρώσεις.
Όμως στο παραπέντε εκείνη
η πανταχού παρούσα μού αποκαλύφθηκε.
Την τελευταία Παρασκευή πριν φύγω
με περίμενε στο φουαγιέ˙
φοιτητές με μελανιές στα χέρια
μάζευαν υπογραφές θορυβώντας
«έλα από δω» με πήρε στη γωνία
του κλιμακοστάσιου, μου συστήθηκε.
Δεν μ’άρεσε η φορεσιά της
γελοία σιρίτια άσχημων συνειρμών
σαν λυτή ιατρική ρόμπα
τριμμένο χακί.
«Εγώ είμαι, η υπόσχεση αυτοπροσώπως.
Εμένα έψαχνες;» με ρώτησε.
«Εσένα έψαχνα;» έκανα εγώ.
Τότε βγήκε απ’το λαρύγγι μου μια φωνή
σειρήνα πυροσβεστικού.
Με κοίταξαν περίεργα και συνέχισαν τα καθήκοντα.
Έτσι αποφάσισα να δραπετεύσω.
Άκουσα τις καγκελόπορτες να κλείνουν
νεανικά μπράτσα πάλευαν να τις κρατήσουν
ο ορίζοντας έκλεινε γύρω από το κάμπους
κλαγγές, κραυγές και κουρνιαχτός
η γνώση και η άγνοια ήταν ο κουρνιαχτός
όσο απομακρυνόμουν
ενώνονταν σε μια βαριά σκοτεινή ομίχλη
νεφέλωμα βίας και γέννας
κατέρρευσε στον εαυτό του φλεγόμενο.
Μια ιστορία γράφτηκε χωρίς εμένα.
Ποτέ δεν γύρισα να παραλάβω
την ακριβή περγαμηνή.
Η τελετή της αποφοίτησης
κρυφτό και κυνηγητό που συνεχίζεται.
Ίσως δεν πάρω ποτέ το πτυχίο
μα όπως συζητάω κάθε βράδυ
με τ’αγκωνάρια του κάστρου
ούτε κι εκείνα το πήραν ποτέ.
Ωστόσο αισθάνονται πολύ καλύτερα
έτσι σκορπισμένα στα χορτάρια
παρά στοιχισμένα
να στεριώνουν επάλξεις και κελιά.
16/6/2022
Για τον Μαγιακόφσκι
“Πίσω από τη γραμμένη ρυτίδα”
Κάθε γήρας απέθαντο, κάθε ρηχό θανατικό
στον λάκκο των φωνηέντων θα πέσει
πρόστυχο
σαρκαστικό ρήμα θ’απαγγείλει επιτάφιο.
Ελπίζει ποιητής.
Πιστεύει ποιητής.
Βροντοφωνάζει άνθρωπος.
Προτού η τεχνική προοδεύσει τόσο
που η επανάσταση να οργανωθεί αλάθητα
απ’ του συλλογικού εργάτη την τεχνητή νοημοσύνη
προτού η επιστήμη μολυνθεί απ’την κοινή ανθρωπιά
κι επιμολύνει κάθε ρανίδα στα μέτωπά μας
προτού οι γερανοί των δημοσίων έργων
-ιδίως των ανατολικών γεφυρών-
αρχίσουν να φορτώνουν
βασικές ανάγκες και
στοίβες μποτίλιες ονειρογλυκερίνης∙
θα δικαιολογούνται οι ποιητές
που αυταπατώνται ότι
σμίγουν την ομορφιά με την αλήθεια
τους ανθρώπους με το μέλλον τους
κάνοντας την ανάσα μας απτή
δίνοντας στίχους στις εγερτήριες ρωγμές του ορίζοντα.
Άλλωστε κι οι πιο μεγάλοι επαναστάτες
ακόμη κι αυτοί οι επαγγελματίες
διάσημοι ή άσημοι
σαν τα μηριαία οστά των προσφύγων
χαράζοντας δρόμους πορευόμενοι
σε κοφτερές αύλακες και αποφάσεις κεντρικών επιτροπών
με άλλη μελωδία
τα ίδια ξόρκια δεν έχουν τραγουδήσει;
Ωστόσο ίσως
-πώς να’μαι σίγουρος;-
οι ποιητές υπερτερούν σε ένα.
Οξύνουν μόνο μια αίσθηση
στο λάκκο των φωνηέντων βυθίζουν ανεπίστρεπτα
ανθρώπους κι υποθέσεις τους
ζώντας ελεύθεροι υπηρέτες του ιδιόκτητου τυφώνα.
Οι άλλοι το πολύ
με όλες τις αισθήσεις εμπεδώνουν
την καλή συνείδηση της ανελευθερίας
ξηλώνοντας και ράβοντας το δέρμα τους στους τοίχους.
30/12/22