Σκέψεις για το είδος της Ανν Σέξτον
Γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης
Στα μακροσκελή ποιήματα της Ανν Σέξτον μπορεί κανείς/καμιά να πιστεύει ότι βρίσκεται απρόσμενα αντιμέτωπος/η με τις δυνάμεις της μοιρολατρείας και του απόλυτου ετεροπροσδιορισμού, δηλαδή με το τραγικό της ύπαρξης που μαστίζεται από τη μη ακρίβεια και τη μη σαφήνεια των ποιοτήτων, των μορφών και των δρώντων της συμπαντικής δραστηριότητας. Επιπλέον, μπορεί να αισθανθεί ενδεχομένως μία πρωτόγονη φύση να κρύβεται εντός τους, ένα κρουστό τόνο που πλάθει τις στιγμές της ζωής με τα ακατέργαστα υλικά της βαρβαρότητας και της προχειρότητας στον προσίδιο προσανατολισμό του. Μπορεί ακόμη, να νομίσει ότι η συναισθηματολογία που χαρακτηρίζει τη γραφή της είναι εκ βαθέων, και εγγενώς, άκρατη ή/και αβάστακτη λόγω αδυναμίας οργάνωσης και διαχείρισής της. Επίσης, η ολοκληρωμένη ή μη επαφή με κάποιο –οποιοδήποτε– ποίημά της μπορεί να κάνει να ξεπροβάλλουν δυσάρεστες εννοιολογικές συνδέσεις, συμπλεγματικές εικονοποιητικές τάσεις και απρόβλεπτες ψυχολογικές διακυμάνσεις, εξαιτίας ίσως της πρόδηλης, αλλά και εκστατικής, μη ευφορικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται και δρα το περιεχόμενό του.Αυτές οι περιγραφές, ωστόσο, μοιάζουν παρορμητικές, αυθόρμητες και βιαστικές.
Αυτό που παρακάμπτουν –αν δεν αγνοούν– είναι ότι η ποιητική της Σέξτον είναι χωρίς τέλμα, χωρίς κατακράτηση ενεργειών, είναι δηλαδή μία αέναη δράση προθέσεων για αναπροσαρμογή και μετασχηματισμό των ειδικών εκείνων χώρων, οι οποίοι, από τη μια, βανδαλίζονται από τις ατροφικές διαπροσωπικές και μη σχέσεις που συγκροτεί το πολιτικό, και στους οποίους, από την άλλη, εδράζεται η αγωνία του υποκείμενου για ασφάλεια και ισορροπία. Με άλλα λόγια, μια περιπλάνηση στα έγκατα της τέχνης της ποιήτριας θα εμφανίσει στον/ην περιπατητή/τρια, όχι απλώς τη θεματική και την αίσθηση της εξουσίας, αλλά την κατασταλτική και πανοραμική ικανότητά της. Θα αναδείξει δηλαδή, όχι την προσωποποιημένη αγανάκτηση που βιώνεται ηθελημένα ή μη, αλλά τις σχέσεις που διαμορφώνονται στο κοινωνικο – πολιτισμικό της βδελυρής πληρότητας των εξουσιαστικών λόγων του εγκλεισμού, του θανάτου και της αυτοκτονίας, της θρησκευτικής πίστης, της μητρότητας, της έμφυλης καταπίεσης και της ματαιότητας.
Με τι αλληλεπιδρά η ποίηση της Σέξτον; Πώς επιχειρεί να διαιωνίσει, αλλά χωρίς να αποδομήσει –όχι εκκινώντας από στερεοτυπικό ειρηνισμό αλλά από υψηλό συγκρουσιακά συλλογικό φρόνημα–, το αντικείμενο του αντι-πόθου της; Πώς αναλαμβάνει να σκιαγραφήσει τις διαστάσεις που σαν αποσβολωμένη αντιμετωπίζει; Πώς διαχειρίζεται τα τεκμαιρόμενα της κυκλοθυμικής κριτικής της που εισάγονται στη γραφή της; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά βρίσκεται τόσο στην ιχνηλάτηση όσο και την εμπέδωση της υπαρξιακής σκοπιμότητας της ποιητικής: η ποίηση της Σέξτον είναι σίγουρα μία θαυμάσια και αξιοπρόσεκτη καλλιτεχνική έκφραση εντός της οποίας ανιχνεύονται πλούσιες καταγωγικές αναφορές και παραπομπές· αλλά το πιο βασικό αίτιο από το οποίο και ξεκινά η πρόθεση της καλλιτέχνιδας για ποιητική παραγωγή είναι το φώτισμα, αλλά και η λειτουργικοποίηση, του σταυροδρομιού των υπάρξεων, η ανανέωση δηλαδή και η αναζωογόνηση της επιτελεστικότητας της
ύπαρξης, όχι της δικής της αλλά της ύπαρξης του/της καθενός/καθεμιάς, της συλλογικής ύπαρξης. Με άλλα λόγια, η γραφή, το υποκείμενο της Σέξτον ξεκινά «να επινοήσει τη σχέση του με τον άλλο» (βλ. Ντελέζ, 2024: 99). Όπως αναφέρει και η ίδια η ποιήτρια –απηχώντας θα έλεγε κανείς/καμιά τη σκέψη τόσο του Deleuze (2017· 2022) αναφορικά με το γίγνεσθαι και το ρίζωμα όσο και της Butler (2017· 2022) αναφορικά με τη σχεσιακότητα και την αλληλεξάρτηση:
πιστεύω ότι είμαι πολλοί άνθρωποι μαζί. Όταν γράφω ένα ποίημα νιώθω ότι είμαι το πρόσωπο που θα έπρεπε να γράψει αυτό το ποίημα. Πολλές φορές φορώ αυτά τα προσωπεία […] μερικές φορές γίνομαι κάποια άλλη και, όταν συμβαίνει αυτό, πιστεύω, ακόμα και τις στιγμές που δεν γράφω το ποίημα, ότι είμαι αυτό το πρόσωπο (Sexton, 2010: 352-353).
Θέτοντας το ζήτημα με ποιητικούς όρους, η ποίηση της Σέξτον αναφέρεται, όχι τόσο στη έγνοια για τη δημιουργία και την ανακατασκευή του –οπωσδήποτε εγκλωβισμένου– υποκειμένου, αλλά περισσότερο μάλλον στην ποιοτικοποίηση της διεύρυνσης της ορατότητας ενός είδους που μετασχηματίζει τον τύπο της υπάρχουσας ανάγκης για θέληση, για ικανοποίηση ακόμα και για λύτρωση, στο οποίο και η ίδια η ποιήτρια ανήκει. Μας μιλά άλλωστε για τη λογική αυτού του είδους στο ποίημά της ‘Το είδος της’ (Sexton, 2010: 33):
Βγήκα, δαιμονισμένη μάγισσα,
Στοιχειώνοντας τον μαύρο αέρα, πιο τολμηρή τη νύχτα·
Πετώ πάνω από σπίτια φτωχικά, σκέφτομαι το κακό,
Πάω από φως σε φως.
Πλάσμα μοναχικό, δωδεκαδάχτυλο, τρελό.
Μια τέτοια γυναίκα δεν είναι ακριβώς γυναίκα.
Έχω υπάρξει ον του είδους της.
Στη βάση λοιπόν της ποιητικής της Σέξτον, βρίσκεται το φώλιασμα όχι τόσο του καλλιτεχνικού όσο αυτό ενός πληγωμένου και πολύ συχνά παρατημένου ζην, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι υπάρχει χώρος μόνο για το ένα και όχι για το άλλο. Μας πληροφορεί σχετικά η ίδια η ποιήτρια: «είναι ένα υπέροχο συναίσθημα ακόμα κι όταν πρόκειται για πολύ σκληρή δουλειά […] όταν γράφω ξέρω ότι κάνω αυτό για το οποίο γεννήθηκα» (Sexton, 2010: 351), «γράφω γιατί κάτι με σπρώχνει –είναι αυτό που κάνω» (Sexton, 2010: 361). Η τέχνη της Σέξτον, μακριά από το να θωρηθεί κάτι παραπάνω από αγνή –όχι όμως απαραίτητα αγαθή– εξομολογητική πράξη μέσω του λόγου (Sexton, 2010: 358-359), αναλαμβάνει να ενεργοποιήσει διορατικά και δυναμικά ποικίλες κριτικές λειτουργίες, όπως κάνει για παράδειγμα στο ποίημα ‘Νουθεσίες σε κάποιον άνθρωπο ξεχωριστό’ (Sexton, 2010: 310-311), στο οποίο προειδοποιεί με ποιητική μαεστρία τον/την αναγνώστη/τρια για τα δεινά και τις συγκρούσεις, καθώς και για τα απτά αποτελέσματα που αυτές θα επιφέρουν, που αναπόφευκτα θα συναντήσει και θα κληθεί να αντιμετωπίσει, όπως είναι η εξουσία:
Φυλάξου από την εξουσία,
Γιατί μπορεί να σε θάψει σαν χιονοστιβάδα,
Χιόνι χιόνι, χιόνι θα πνίξει το βουνό σου.
Το μίσος:
Φυλάξου από το μίσος,
Μπορεί το στόμα του ν’ ανοίξει και να σε εκσφενδονίσει
Το πόδι σου να φας, ένας λεπρός αυτοστιγμεί.
Τους φίλους:
Φυλάξου από τους φίλους,
Γιατί όταν τους προδώσεις,
Πράγμα που σίγουρα θα κάνεις,
Θα χώσουν το κεφάλι στην τουαλέτα
Και θα χαθούν τραβώντας καζανάκι.
Τη διανόηση:
Φυλάξου απ’ τη διανόηση,
Γιατί ξέρει τόσα πολλά που τίποτα δεν ξέρει
Και σε αφήνει εκκρεμή με το κεφάλι κάτω
Να παπαγαλίζεις γνώσεις την ώρα που η καρδιά σου
Γλιστρά έξω από το στόμα σου.
Τα παιχνίδια:
Φυλάξου απ’ τα παιχνίδια, τους ρόλους του ηθοποιού,
Τις ομιλίες που σχεδιάζονται, μαθαίνονται και δίνονται,
Γιατί θα σε προδώσουν
Και θα βρεθείς γυμνό αγόρι
Να κατουράς το παιδικό σου κρεβατάκι.
Και τέλος, την αγάπη:
Φυλάξου απ’ τη αγάπη
(εκτός κι αν είναι αληθινή
Και κάθε μέρος του κορμιού σου, ως και τα δάχτυλα ακόμα,
Λένε «ναι»),
Θα σε τυλίξει ίδια μούμια
Και δε θ’ ακούγεται η κραυγή σου
Και το κορμί σου δε θα λειτουργεί.
Η ποιητική της αξιώνει δυναμικές οι οποίες έχουν μεν την αφετηρία τους στο υπάρχον κοινωνικό και την κλονισμένη του πραγματικότητα, αλλά συγχρόνως δεν απεμπολούν ούτε στιγμή τη μαγικοποίηση με την οποία αυτή χρωματίζεται από τη δυναμική της προοπτικοποίησης του ήδη βιωμένου, καθώς και του μέλλοντος που περιμένει να βιωθεί με τους δικούς του όρους. Αυτούς ακριβώς τους από τα πάνω προσφερόμενους –και όχι από κοινού και συλλογικά συμφωνημένους– όρους, αυτή δηλαδή την έκδηλη και άκρως ρεαλιστική αντίθεση, είναι που θέλει τόσο να
περιγράψει όσο και να ανατρέψει. Στο ποίημα ‘Η σιωπή’, μπορούμε να βρούμε τα ερείσματα μιας τέτοιας ανατρεπτικής πρόθεσης (Sexton, 2010: 191-192):
Γεμίζω το δωμάτιο με λέξεις από την πένα μου.
Σαν εξαμβλώματα χύνονται οι λέξεις απ’ την άκρη της.
Τις ζωντανεύω στον αέρα
Κι εκείνες επιστρέφουνε σαν μπάλες.
Εντούτοις, υπάρχει σιωπή.
Πάντα σιωπή.
Σαν ένα τεράστιο στόμα μωρού.
Με άλλα λόγια, η ποίηση της Σέξτον βρίσκεται μακρύτερα και πέρα από την κανονιστική αναγνωριστική και καθεστωτική διαπίστωση της μη ομαλής κίνησης της σκέψης η οποία οφείλει την μη ομαλότητά της, την παραμόρφωσή της, στην έλλειψη ψυχοκοινωνικής ικανότητας. Όπως επίσης ξεπερνά τη φευγαλέα ροπή προς την αδρανή βιωματική εμπειρία των ερεθισμάτων που προκύπτουν από τις κατασκευές της καθημερινότητας. Η ποίηση της Σέξτον απορρίπτει με ωριμότητα την παραπλανητική συλλογιστική που καλλιεργείται από το αναμενόμενο, και που στο τέλος εκτροχιάζεται στο να λατρεύει το ελάχιστο και το επιφαινόμενο, καταλήγοντας να διαστρεβλώνει την εσωτερικότητα των πραγμάτων.
Αντίθετα, η ποιητική της Σέξτον διασώζει θα μπορούσε να πει κανείς/καμιά μια λογική της οποίας η συνεκτική εκφορά δημιουργεί στον/ην αναγνώστη/τρια δεσμεύσεις με αισθήματα που παραπέμπουν στο συγκερασμό του αρνητικού και του δυσάρεστου με το θετικό και το ελπιδοφόρο, του απωθημένου και του ξεχασμένου με το παρόν και το επιθυμητό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η πραγματοποιημένη ολοκλήρωση της ποιητικής δημιουργίας καταφέρνει να συναντηθεί με τις αφορμές και τις αιτίες που την προκάλεσαν, όχι για να εμφανιστεί απλώς, αλλά για να επιτελέσει εκείνα τα οποία της εμπιστεύτηκε η ποιήτρια. Κάτι που διαφαίνεται στο ποίημα ‘Καλώς ήλθες, πρωινό’ (Sexton, 2010: 258):
Έτσι, καθώς το σκέφτομαι,
Ας ζωγραφίσω στην παλάμη μου ένα «ευχαριστώ»Γι’ αυτόν τον Θεό, αυτό το γέλιο του πρωινού,
Από φόβο μήπως δεν ειπωθεί.Χαρά που δε μοιράζεται
Πεθαίνει γρήγορα, έχω ακούσει.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης γεννήθηκε στις 30 Μαΐου του 1997 στην Πάτρα όπου και ζει. Είναι προπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Πατρών. Ασχολείται με την τέχνη της λογοτεχνίας και συγκεκριμένα με την ποίηση, ενώ το ερευνητικό του ενδιαφέρον εντοπίζεται στη μελέτη της λογοτεχνίας (θεωρία, κριτική και διδακτική), στην κοινωνιολογία της εκπαίδευσης και
της παιδικής ηλικίας και στις διαδικασίες και τα περιβάλλοντα μάθησης και διδασκαλίας. Κείμενά του κυκλοφορούν σε διάφορα περιοδικά.
Βιβλιογραφία
Butler, J. (2017). Σημειώσεις για μια επιτελεστική θεωρία της συνάθροισης (Μ.
Λαλιώτης, Μτφρ., Ρ. Σινοπούλου, Επιμ.). Αθήνα: Angelus Novus.
Butler, J. (2022). Η δύναμη της μη βίας: Ένας ηθικοπολιτικός δεσμός (Γ. Θ.
Καράμπελας, Μτφρ., Χ. Σπυροπούλου, Επιμ.). Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Deleuze, G. & Guattari, F. (2017). Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια 2. Χίλια
Πλατώματα (Β. Πετσογιάννης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.
Ντελέζ, Ζ. & Παρνέ, Κ. (2022). Διάλογοι (Κ. Β. Μπούντας, Μτφρ., Δ. Τουλάτου,
Επιμ.). Αθήνα: Εκκρεμές.
Ντελέζ, Ζ (2024). Κριτικά και κλινικά (Χ. Κολύρη, Μτφρ., Γ. Ρήγας, Επιμ.). Αθήνα:
Κέδρος.
Sexton, A. (2010). Ποιήματα (Δ. Σταυρίδου, Μτφρ., Π. Παμπούδη, Επιμ.). Αθήνα:
Printa.