Ανθή

ανθεί
η Ανθή στο ανθισμένο δάπεδο
μέσα απ’
τα δάκρυά της κλαίει
για τη λυπητερή
συμφορά που
– σύμφωνα με έμπoρους και
μαστόρους –
τη βρήκε
βρεγμένη
κατάβρεχτηδηλαδή
το βρακί τηςενώ
“βρε βρε ένας άγγελος” φώναζαν
όλοιανήγγειλαν
τον ερχομό τηςστο
συρφετό των αρσενικώνπου
άρδην παλινδρομούσαν για χάρη της–Χάρη–στον ξέπλεκο
δρόμοδρούσαν
ανάλογα κι οι κορασίδεςδεν
πήγαιναν πίσω

αφηνιασμένα
τα άλογακαι
πώς να σου τα ζέψωμες
στη λαχτάρα που λαίμαργασε–κάτω
από το λαιμότον
αφαλό–καταβροχθίζειεννοώ
της Ανθής το παχύρρευστο δάκρυπου
όταν στάζεισαν
για να παρηγορηθείκαβαλάει
το κρεβάτικαβαλάει
το σεντόνιτο
μαξιλάριτο
δάχτυλοανθεί
η Ανθήγλείφει
το ανθισμένο δάπεδοαν
δεν την είδατεδεν
είδατε ποτέ σας τίποτακορίτσια
και αγόρια

τι
πάλητι
έξαρσητι
παρηγόρια

ο
πεθαμένος ποιητής

ο
πεθαμένος ποιητής βρίσκεται ακόμα
μες
στο συρτάρι του γραφείου του
πάνω απ’
τις κόλλες
πίσω απ’ τη φούντα (της ουράς
της γάτας του)
και δίπλα απ’ το
περίστροφο
που είχε ξεσκονίσει κάποτε
ν’ αυτοκτονήσει
μα τον πρόλαβε το
γήραςτι λέτε
ρεο
πεθαμένος ποιητής χορεύει μες στο στόμα
σουκάθε
που ουρλιάζειςκάθε
που “σύντροφοι”κάθε
που “κι άλλο κι άλλο κι άλλο”ξαπλώνει
μέσα στο δέρμα που γδέρνουν
τα νύχια
σου γιορτάζοντας ή πενθώντας

σέρνει
τις σόλες των παπουτσιών σου
κάθε που
τριγυρνάς χαμένος

ο ποιητής
ο
πεθαμένος
μια απούσα παρουσία
ζωντανή
φάντασμα μες στο σώμα
και
πού και πού σκουντάει τον γραφιά
που
μέσα στο συρτάρι του γραφείου του
βρίσκεται
ακόμα

1η δημοσίευση, θρακα τευχος 8