1.
Κάτω
από το νερό της βρύσης
ξεπλένω χλόη
για βραδινό.
Σ’ ένα μεγάλο μπολ
κόβω
καρδιά, μαρούλι και δυόσμο
Στην
άκρη του δωματίου
σε βλέπω να με
τρως
Με μικρές αμάσιτες μπουκιές
σαν
φιλιά
να κατεβαίνω στο λαιμό.
Στις
σκοτεινές γωνίες σου
να Κρύβομαι.
Με
καταπίνεις
– κι εγώ Σε Κατοικώ
–
Ποιήματα ανθολογούνται τώρα –
πάνω
στο Σώμα σου
2.
Σε
υφαίνω
με λέξεις
σε φοράω
Ανίσχυρο
έτσι
σε θέλω
απ’ τα μαλλιά να κρέμεσαι
Ωραίο
κεφάλι
σε άλλους ώμους
δικό μου
σώμα.
Σε
εκείνο το δωμάτιο
επί πληρωμή,
δεσμό
γόρδιο
να σε λύνω
3.
Ένα
πρωί σαν καλοκαίρι,
θα
βρω ένα ψαλίδι που να κόβει
και
θα τα κόψω τα μαλλιά μέχρι την ρίζα,
για
να φανεί ξεκάθαρο τοπίο το οβάλ
-στο
κέντρο του προσώπου –
θα βάλω ένα
μάτι του Πολύφημου
για να εξιστορεί
τα ανιστόρητα.
Το δέρμα και στάχτη
να το κάνεις,
από τα περιγράμματα
πάντα θα διαρρέει
Θα ματώνει,
όπως
το δάχτυλο σου στα κεντήματα,
που
τα χαράματα γύρω στις τέσσερις
τα
ξήλωνες και τα ξανακεντούσες
με άλλο
χρώμα στην κλωστή.