Γόνατα κιγκλιδωμένα
ξαφνικά· σμίλη παγερή
άκρη, λιωμένος χειμώνας
σ’ ένα βλέμμα ηλεκτρικό
κούρνιασε η ζωή μου
τον σμάλτο! τον σμάλτο
φώναζε
ριχτό γονάτινο απομεινάρι
φλέβας πάνω και μυελού
τιναζότανε
αντίκρυ, μνήμη υγρή
περήφανη έλιωνε, ενυδρείο
σαν μισεμένος εγώ,
απαύγαζα
σταχτής στον Έρωτα
στο μελάνι, στα απόξερα
ξεδιάλεγα μύρα και ενώτια
τον άρτον τον καθημερινό
στην Μύρινα ποτέ δεν πήγα
σε πέτυχα κάποτε
χαμογελαστή, πριν το
γονάτισμά
μου· καλησπέρα είπες
και γέλασε η μέρα
ο ίσκιος ο απηνής
το μοίρασμα το ξέπνοο
γονάτων προσευχή
αναγιγνώσκω
γονατίζοντας
μελετώ το έργο
«Έρωτος επιτομή»
Γονατωδία
————–
σφαχτό ομίλησα λειψάδι
κενό στον οίκο του θεού
καινό σαν δεν άκουσα
το δρεπάνι να εφορμά
————–
καθώς αναβιώνει
ο ανεκπλήρωτος έρωτας
με τα γόνατά σου
————–
γονατισμένος μπρούμυτα
να ερωτεύεσαι
————–
ξανά ερωτευμένος
με τα γόνατά σου
————–
μην λησμονείς
τον έρωτα των γονάτων
————–
γόνατα
σπασμένα
σε Έρωτα
————–
την οιμωγή σου
την γονατική
την εμβαπτίζουν
σε κρόταλα
————–
διαμάντια σε φλέμα σκορπιού
σιγά, την κβαντική αιώρα
σαν άπειρος και αφθώδης
φιλώντας σε
————–
άφησέ με να τα πιω
με τον γιό του Πηλέα
μαχαίρι και σιγή και χάος
γονατίζοντας
στο Όμορφο του ιδρώτα σου!
Αλλάζω το σκυθρωπό του Ήλιου
γονατικός, εντοιχισμένος, ασυνεχής
μανταρισμένος στο ύφασμα το εκπληκτικό σου
κυματισμένος σαν κύτταρο κοσμικό
ανάλεκτος και σπασμένος και λυμένος φρικτά
να με φιλήσεις ν’ αγιάσω, να με φιλήσεις!
να με φιλήσεις να σκορπίσω, να με φιλήσεις!
να με φιλήσεις να καώ, να με φιλήσεις!
να με φιλήσεις να κυλιστώ, να με φιλήσεις!
…………….
Γονατίστηκες
θρυμματισμένη δίχως να ’χεις
κάτι να πεις
εγώ να χαϊδεύω
τα θραύσματα
————–
μέμνησο της ασθενείας σου
στα τρυπημένα μου γόνατα
να φτύνω το φλέμα
απ’ τον Έρωτά σου
και μόνο
————–
ξαγρύπνησα
γονατίζοντας στον τοίχο
να σου ζωγραφίζω φιλιά
που δεν θα μπορούσες
ποτέ να δεις
————–
γονυκλινής, μόνος
μηρυκάζοντας κλεμμένα κορμιά
αφού στον ουρανό
ξεθωριασμένο το βλέμμα σου
————–
γεννήθηκα υπόγεια
ανελίχθηκα αργά
στα γόνατα.
να τα φιλάς
τα γόνατά μου
————–
ήταν δυο ώρες
που αναμετρώνταν τα μάτια
έχασες; έχασα; δεν ξέρω.
γονάτισα απλά
όπως και να ’χει
————–
βουλιάζοντας στα γόνατα τρυπάνι
και πριν τον θάνατο
μου φίλησες μια σταγόνα ζωής