Ένα βράδυ οι δαίμονες μαζεύτηκαν γύρω από τον αρχηγό τους,
τον ξεπεσμένο αντάρτη Εωσφόρο. Διαμαρτύρονταν πως η ανθρωπότητα δεν τους
χρειάζεται πια, πρέπει να βρουν νέους τρόπους και δράσεις.
«Είστε όλοι άχρηστοι! Βάλτε τη φαντασία σας να δουλέψει!
Χαθείτε τώρα από μπροστά μου! Αύριο περιμένω χειρότερα νέα!» φώναξε ο
γέρο-αντάρτης, και τα ρουθούνια του βγάλανε οργισμένες σπίθες.
Την επόμενη μέρα ξεχύθηκαν στον ουρανό όλες οι στρατιές των
δαιμόνων, ο ήλιος σκοτείνιασε, οι άνθρωποι όμως ήταν τόσο απασχολημένοι που
κανείς δεν το πρόσεξε.
Το βράδυ μαζεύτηκαν οι δαίμονες πάλι γύρω από τον πέτρινο
θρόνο του Εωσφόρου. Ακούστηκαν διάφορες ιστορίες για πολέμους, βιασμούς,
πνιγμούς, καταστροφές, και ό, τι άλλο καλό μπορεί να βάλει στο νου ένας δαίμονας.
Ο αρχηγός έξυσε τη μύτη του.
«Πολύ συνηθισμένα όλα αυτά» είπε «αν συνεχίσουμε έτσι,
κανείς πια δε θα μας παίρνει στα σοβαρά»
.
«Εγώ, εγώ…» πετάχτηκε τότε ένας αλλήθωρος δαιμονάκος «έκανα
κάτι, κάτι…»
«Λοιπόν;» ρώτησε ανυπόμονα ο Εωσφόρος.
«Τη λύση μου την έδωσε η Παναθλιότης Σας! Πριν σκοτώσω
κάποιον, τον έπεισα πως είμαι γέννημα της φαντασίας του» απάντησε ο δαιμονάκος.
Ο Εωσφόρος σηκώθηκε απ’ τον θρόνο του και περπάτησε πάνω
κάτω νευρικά σα θυμωμένη σαύρα. Απ’ το στόμα ξέβρασε αγριεμένες φλόγες. Κάθε λέξη
που πρόφερε ήταν και ένας βομβαρδισμός:
«Χμ… αυτό θα μπορούσε να ‘ναι μια νέα αρχή… Και τώρα να πάτε
όλοι στο διάολο! Θέλω να σκεφτώ τη συνέχεια!»