CLAUDIA ZIRONI

Ένα πρωί τ’ Απρίλη στη Λάρισα

(Απρίλης 2013)

1490 χιλιόμετρα μακριά, με το στυλό
στα δάχτυλα κι ένα ποτήρι ταβερνίσιο
κόκκινο κρασί ακουμπισμένο
πάνω σ’ ένα υπαίθριο τραπέζι,
χωρίς τσιγάρο το τασάκι, μόνο ένα σημειωματάριο
κι ο άνεμος που περνά ανάμεσα στα δάχτυλα του ποιητή.
Τα κολλώδη δάχτυλα παιδιού
που αγαπά το νερό της θάλασσας
και, μερικές φορές, στο πουκάμισό του,
αποτυπώνονται λεκέδες.
Κάθεται στον ίσκιο απολαμβάνοντας τον ήλιο
κάθεται απόμερα απολαμβάνοντας το πλήθος,
κάθεται στ’ απάγκιο
απολαμβάνοντας τον άνεμο απ’ το παπάκι που περνά.
Δεν ξεχνά να πει Καλημέρα
στο γαλατά της γειτονιάς,
δεν ξεχνά να σχολιάσει την τιμή
της ελιάς στην αγορά, και γελάει δυνατά
μ’ εμάς που φανταζόμαστε
να του χαϊδολογούμε την κοιλιά.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Ευαγγελία Πολύμου



Una mattina d’aprile a Larissa

(aprile 2013)

1490 kilometri distante, con la penna
fra le dita e un bicchiere da osteria
di vino rosso poggiato
sopra un tavolo all’aperto,
il posacenere senza sigaretta, solo un taccuino
e il vento che gli passa fra le dita di poeta.
Le dita appiccicose di bambino
che ama l’acqua del mare
e a volte, sulla camicia, ha macchie.
Se ne sta all’ombra godendo il sole
se ne sta nascosto godendo la folla,
sta al riparo
godendo il vento del papàki di passaggio.
Non dimentica di dire kalimèra
al lattaio della via,
non dimentica di annotare il prezzo
delle olive del mercato, e ride forte
di noi che immaginiamo
di carezzargli il ventre.