Ο ράφτης

Μόνο εκείνος ήξερε την αλήθεια. Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν ως τώρα. Τις νύχτες δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Αλλά και στη διάρκεια της ημέρας πού να συγκεντρωθεί στη δουλειά του! Έβαζε στο χερούλι της πόρτας την ταμπελίτσα με το επιστρέφω, αλλά δεν επέστρεφε ποτέ. Έπιανε τους δρόμους, έπινε αμέτρητους καφέδες και εκεί που ήταν αντικαπνιστής άρχισε το κάπνισμα ή μάλλον το άτμισμα. Άτμιζε, δεν κάπνιζε. Αγόρασε μια φινετσάτη, μαύρη συσκευή ηλεκτρονικού καπνίσματος, αγγλιστί vape, με γεύση αλατισμένης καραμέλας και φούμαρε κατά τα κοινώς λεγόμενα. Φούμαρε και σκεφτόταν. Να ομολογήσει αυτά που είχε δει ή να σιωπούσε; Λες και θα τον πίστευε κανείς!

Είχε μείνει ως αργά εκείνη τη νύχτα στο ραφείο του. Ήταν το χιόνι αυτό που έπεφτε και θόλωνε την ατμόσφαιρα ή είχε χάσει την όρασή του και δεν έβλεπε καλά;  Σκυμμένος πολλές ώρες πάνω απ’ το γαμπριάτικο κοστούμι της παραγγελίας, βιαζόταν να το τελειώσει. Θα ‘ταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν σηκώθηκε και στράφηκε στην τζαμαρία της βιτρίνας. Άπλωσε τα χέρια ψηλά να ξεμουδιάσει και έστρεψε το βλέμμα του έξω στον δρόμο. Αποκλείεται να το ‘στρωνε μέχρι το πρωί. Η καφετέρια απέναντι είχε αδειάσει και ο υπεύθυνος ετοιμαζόταν να σβήσει τα φώτα. Το περίπτερο ήταν κλειστό από τις δέκα, και ψυχή δεν περνούσε εκείνη την ώρα απ’ την πολυσύχναστη γειτονιά. Ο κόσμος κλείστηκε σχετικά νωρίς στα σπίτια του. Θα καθόταν καμιά ωρίτσα και θα ‘φευγε κι αυτός.

Κι όπως έκανε να γυρίσει για να επιστρέψει στο πόστο του, είδε κάτι παράξενο. Ένας νέος, γυμνός, με τα εσώρουχα του μοναχά, πήγαινε μπροστά μ’ ένα φανάρι και πίσω ακολουθούσαν πολλοί, εκατοντάδες, χιλιάδες. Ένα ανθρώπινο ποτάμι ξεχύθηκε, ένα αλλόκοτο πλήθος. Φώναζαν, τραγουδούσαν, ανάθεμα αν καταλάβαινε! Έκλεισε φοβισμένος το φως και άνοιξε με τρεμάμενα χέρια την πόρτα, ίσα για να ακούσει και βιαστικά κλείδωσε. Έψαλλαν κάτι παράξενους ύμνους σε μια γλώσσα που δεν είχε ακούσει ποτέ. Πήρε τ’ αυτί του τη λέξη επανάσταση. Απορημένος, παρέμεινε πίσω απ’ τις κουρτίνες να παρατηρεί από μια χαραμάδα τα τεκταινόμενα.

Μια καλόγρια μ’ έναν σταυρό, ένα γεροντάκι, έφηβοι, πιασμένοι χέρι χέρι, συνταξιούχοι στρατιωτικοί με τις φθαρμένες στολές τους, νοσοκόμες, τραυματιοφορείς, ναυτικοί, φαντάροι. Όλα τα επαγγέλματα βγήκαν στους δρόμους βραδιάτικα, μες στον χιονιά να αλλάξουν τον κόσμο; Ένας έπαιζε βιολί, άλλος ταμπούρλο, άλλοι χόρευαν, μια νυσταγμένη γυναίκα με την νυχτικιά της προχωρούσε κι αυτή μέσα στο πλήθος. Θεέ και κύριε! Εξέγερση βραδιάτικα; Αυτή η σκέψη τον έκανε να επαναστατήσει. Με ποιο δικαίωμα; Ποιοι διοργάνωσαν αυτή την κωμωδία, ποιος ανόητος υποκινεί τέτοια πράγματα; Όλα κι όλα, αυτός ήταν ευχαριστημένος απ’ τη ζωή του και δεν είχε καμία διάθεση για αλλαγές. Είχε παντρευτεί κάποτε, αλλά κατάλαβε πολύ νωρίς πως δεν ήταν για δεσμεύσεις και την ξεφορτώθηκε την κυρία με μια συμφέρουσα γι’ αυτόν διατροφή, πριν του άρχιζε τη γκρίνια για παιδιά και λούσα. Έβγαζε αρκετά χρήματα, την περνούσε φίνα με τα φιλαράκια του, είχε κατά διαστήματα καμιά φιλεναδίτσα, δεν ήθελε αλλαγές βρε παιδί μου, πάει και τελείωσε!

Από πού ξεκινούσε άραγε αυτή η λαοθάλασσα; Άνοιξε δειλά την κουρτίνα. Ένας επιπλοποιός είχε στυλώσει το βλέμμα πάνω του. Το φως απ’ την κολόνα της ΔΕΗ έπεφτε αχνά πάνω στο μαγαζί του. Δεν υπήρχαν αστέρια, ήταν μια σκοτεινή, χειμωνιάτικη νύχτα, κάποιος όμως με καλή όραση ίσως τον διέκρινε μες στο σκοτάδι. Μέτρησε έως το δέκα. Κράτησε την ανάσα του και προσπάθησε να κατευνάσει τους χτύπους της καρδιάς του. Είχε τρομοκρατηθεί. Δεν είχε καμιά όρεξη να τον πάρουν χαμπάρι και να τον στρατολογήσουν με το ζόρι. Ήταν φιλήσυχος πολίτης αυτός. Μακριά από φασαρίες και μπλεξίματα!

Έβαλε το παλτό για να φύγει. Έλεγχε έξω τον χώρο, κλείδωσε και στράφηκε στο αυτοκίνητο. Ούτε κατάλαβε πότε τον άρπαξαν. Του έδωσαν ένα φανάρι και όλο το βράδυ τον ανάγκαζαν να τραγουδά, να χορεύει και να παίζει φυσαρμόνικα. Κάθε πέντε λεπτά φώναζε «ζήτω η επανάσταση!».

Το χάραμα έφτασε στο σπίτι του, παγωμένος και ταλαιπωρημένος. Το ‘χε στρώσει και με το ζόρι έφτασε στην πόρτα. Έπεσε σαν σακί στο κρεβάτι με τα ρούχα, αλλά πού να κλείσει μάτι! Συμμετείχε δίχως τη θέληση του σε μια ανατρεπτική κίνηση ενάντια στην επικρατούσα τάξη πραγμάτων, σ’ ένα σύστημα αξιών και αντιλήψεων που όλα δουλεύουν ρολόι. Ανεπίτρεπτα πράγματα για έναν άξιο πολίτη που κοίταζε μόνο τον εαυτό του και δεν ασχολιόταν με κανέναν. Θα τον προφυλάκιζαν. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει ποτέ τίποτα για κείνη την καταραμένη νύχτα. Κι αν τον πήρε κανένα μάτι; Να παραδινόταν μόνος του; Στο κεφάλι του βούιζε ασταμάτητα η φράση ζήτω η επανάσταση, ζήτω η επανάσταση, ζήτω! Ήταν ένας κινηματίας, πάει και τελείωσε!

Για τον φιλήσυχο μόδιστρο, όπως ήθελε να ονομάζεται, έτσι περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες, αργά και βασανιστικά. Κατέφυγε σε πολλές γεύσεις ηλεκτρονικού τσιγάρου: vanilla, peach, strawberry, watermelon, liquid France relax, join club happy hour, κι άτμιζε κι άτμιζε ή φούμαρε για τους παραδοσιακούς. Απέφευγε, όμως, όπως ο διάβολος το λιβάνι τις γεύσεις halo freedom και liqua cuban cigar μην τυχόν και τον χαρακτήριζαν νοσταλγό της κουβανικής επανάστασης, λάτρη του Κάστρο και του Τσε!

Νίκη Μουντράκη

Βιογραφικό

Η Νίκη Μουντράκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Απόφοιτη της φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και της σχολής Ξεναγών Κρήτης. Ζει στη Θεσσαλονίκη.