Δύο ποιήματα από τη συλλογή Και τον ονόμασαν φως (εκδ. 3.1, 2023)
Βάκχειος ( U – – )
Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού
κι ακούω έναν ωκεανό να αναζητά τον ουρανό του.
Δεν τον βρίσκει.
Μπορεί να φταίει
που συνεχώς αλλάζουν οι αστερισμοί.
Μπορεί να έσβησε η Σελήνη
ξαφνικά.
Εγώ δεν κοιμάμαι.
Φοβάμαι μήπως και σβήσω.
Μήπως και κάποιος με ψάχνει.
Υπάρχει τέλος σε όλο αυτό, το νιώθω πως βρίσκεται
κάπου πιο μακριά, πίσω από παγωμένες κορυφές
και πληγές
πάνω σε νέφη.
Βρίσκεται κάπου όπου τα μάτια μου
δεν φτάνουν.
Τα παιδιά τριγύρω
βάζουν τα δικά τους Τέλη. Είναι γενναίοι,
Είναι κουτοί.
Έχω δει πέτρινους αγγέλους,
έχω δει Υάκινθο να σπάει το Μάρμαρο να ανοίγει
τα χείλη του στον κόσμο – έχω δει θαύματα σας λέω,
περιμένετε,
στην ποίηση όλα σημαίνουν κάτι.
Κοιτώ τα αστέρια απ’ το παράθυρο,
αφήνω δακτυλιές και κάνω αστερισμούς.
Η τηλεόραση από πίσω μου
Φωτίζει τα αυλάκια –
τα κάνει διόδους φωτός. Τα φαντάσματα μιλούν
στην γλώσσα του Άδη
Κι ανταλλάσουν μυστικά με τους ζωντανούς.
Ο Ωκεανός κοιτά
τους αστερισμούς και βρίσκει τον Ουρανό
του.
Τα χτικιά και τα στοιχειά
κάνουν έναν αέρινο κύκλο
και χάνονται – κάθε φάσμα αφήνει πίσω ένα αστέρι,
ένα ολόγραμμα που όλο
ανεβαίνει.
Ο Ωκεανός κι ο Ουρανός έχουνε γίνει
ένα πια.
Τα κύματα μού βρέχουνε τα πόδια με ζέση,
γιατί ίσως
πάντοτε να υπήρχε
μονάχα νερό.
απόσπασμα από το ποίημα “Παίων”
[Χερσότοπος]
Στην αρχή του
Χερσότοπου υπάρχει μια γέφυρα ─
Φοβάμαι τις τελείες. Τι κι αν σταματήσω
για πάρα πολύ και συνειδητοποιήσω τι κάνω ─
Στην άλλη μεριά της γέφυρας σε περιμένω.
Είμαι τρεις γυναίκες στο χερσότοπο, τρεις τελείες,
Εγκλωβίζουν αναμεταξύ τους την αναμονή για δόξα ─
προσπαθούν να μην ξεφύγει από τις παύσεις η μνήμη
Να τις χαϊδεύεις και να λες τα
ονόματά τους, τα πέτρινα ─ μπότα και χαλίκι. Πόλεμος.
Κρατούν φακούς και περιμένουν, είναι φάροι
για τις άτυχες κόρες της λάσπης
Είναι λεύκες στο πέρασμα ενός φονιά ─
σε περιμένουν να δουν εάν τελικά αρκούν
Οι αγέρες και η φωτιά που δόλια
χώνεται μες στο γυαλί,
Περιμένουν την νύχτα εκείνη,
που η γέφυρα θα γίνει θεός
Ανάδελφος και θα τις λυπηθεί
που μες στα σκαθάρια
Κι αυτές μαυροντυμένες
αγγίζουν η μία την μύτη της άλλης
Και φτιάχνουν παραμύθια
για ανένδοτο φως, ενώ ξέρουν
Γιατί είναι τέρατα κι αυτές,
ότι φως λέγαμε απλά εκείνες τις στιγμές
Που τυφλωνόσουν
μα γούσταρες.
Τα ακούει αυτά ο βράχος,
και πέφτει να πνιγεί.