Maria Pawlikowska-Jasnorzewska (1891-1945):
Τετράστιχα
(Μετάφραση-σημειώσεις: Κώστας Μαντζάκος)
Αγάπη
Ένα μήνα τώρα, δε σε είδα ούτε μιά μέρα.
Καμιά αλλαγή. Ίσως να ‘μαι πιο χλωμή,
λίγο νωθρή, πιο σιωπηλή. Φαίνεται, μπορεί
και ζει κανείς χωρίς αέρα.
Ζέστη
Βαρειές, κατάκοπες οι μέρες γυρνάν αργά, σα μουλάρια στο αλώνι.
Κατακαλόκαιρο χτυπάει τα πατζούρια.
Η κάψα ανέβηκε απ’ τον κήπο και στα δωμάτια τρυπώνει.
Αχ, πώς νιώθω την έλλειψη της παγερής καρδιάς σου.
Νίκη
Είσαι σαν τη Νίκη της Σαμοθράκης
στο Παρίσι, αγάπη που δεν τελειώνεις!
Αν και νεκρή, με τον ίδιο ζήλο πάντα τρέχεις,
όπως τα κομμένα χέρια σου απλώνεις.
Τηλεγράφημα
Το μήνυμα έτρεξε γρήγορα στο σύρμα με μαχαίρι,
σαν ακροβάτης με μιά ομπρέλα στο σκοινί,
την προκαθορισμένη ώρα, άπνοα, να καταφέρει,
να με σκοτώσει την καθορισμένη τη στιγμή.
Ένα ακόμα καλοκαίρι
Φέτος μάταια μας υποσχέθηκε η φημισμένη
αστρολόγος, γι άλλη μια φορά, χαρά μέσ’ στη ζωή-
και σίγησε μπερδεμένη. Σε μας, μια καστανιά λαμπαδιασμένη
από λουλούδια, άνθισε, απόδειξη πως έσβησ’ άλλο ένα κερί.
Οκτώβριος
Οι σημύδες μοιάζουν με χρυσές πηγές.
Κρύο. Όπως το τελευταίο γράμμα σου, που πήρα.
Κι ο ήλιος, σαν κάποιος που’ταν κοντά σου μέχρι χτές,
μα ψυχράθηκε και φεύγει. Πέφτουν τα φύλλα απ’ τη φιλύρα.
Κήπος
Σκοτεινιάζει και φωτίζει,
όταν στον κήπο η άνοιξη φανεί.
Κάτι, μαραμένο, ακόμα ανθίζει.
Χτές άνθιζ’ η καρδιά μου. Σήμερα το γιασεμί.
Οφηλία
Αχ, ψέμματα θα λέω για πολύ καιρό
μέσ’ σε δίχτυ από φύκια, σε γυάλα με νερό,
πριν το πιστέψω τελικά,
ότι δεν αγαπήθηκα. Απλά.
Φωτογραφία
Όταν είναι μάλλον τύχη, η αποτυχία:
Το σώμα κάποιου κι ολόκληρη η γη
και θα μείνει μόνο μια φωτογραφία,
δεν είναι – δεν είναι αρκετή…
Γράμμα
Κάποιος παίρνει ένα γράμμα. Κάποιου χτυπάει η καρδιά.
Πάει να το διαβάσει κάτω απ’ την ανθισμένη τη μηλιά.
Διαβάζει. Πιάνει το λαιμό με το’να χέρι,
χάνει το έδαφος, βυθίζεται στ’ αγέρι.
Κύκνος
Κοίτα! Ένας κύκνος σαν ερωτηματικό
στη διάφανη λίμνη έπλευσε και πάει…
Ο κόσμος περιμένει, στα μάτια σε κοιτάει,
με βλέμμα γεμάτο δισταγμό.
Θάλασσα και ουρανός
Τα κύματα λάμπουν, σαν τσέχικο γυαλί,
ψιθυρίζουν: μη φοβάστε τη θάλασσα ποτέ,
αν κι όπως ο ουρανός είναι κι αυτή:
το ίδιο γεμάτη από θάνατο και μπλέ.
Τυφλή
Τυφλωμένη απ’ τον Μάη. Είμαι τυφλή.
Τίποτε δεν ξέρω, μόνο της πασχαλιάς το άρωμα.
Και ξέρω μόνο με το στόμα
ότι εσύ δεν είσαι εσύ…
Απουσία
Σαν πλήθος ανθρώπων μοιάζει η δική σου απουσία.
Γεμίζει τα πάντα. Στην εξοχή, στην πολιτεία.
Με περιβάλλει ακόμα. Κι όταν στο τέλος αποκοιμηθώ,
με χίλια μάτια με βλέπουν να ξυπνώ.
Σκώρος
Περιοδικά μόδας ο σκώρος ξεφυλλίζοντας,
θαυμάζει φορέματα, πασμίνες,
“Για να δούμε”, λέει μουγκρίζοντας,
“Τι θα φάμε φέτος, τους χειμωνιάτικους τους μήνες;”
Μυρμηγκοφωλιά
Από πύργο ψηλό κοιτώ την ανθρώπινη μυρμηγκοφωλιά,
όπως απλώνεται μπροστά μου εκεί χαμηλά.
Έξυπνοι, αστείοι, τρελοί. Μα εγώ, ποιά είμαι εγώ;
Ποιήτρια, λέει. Απλά, ένα μυρμήγκι φτερωτό.
Μια γυναίκα περιμένει
Περιμένει, τα χρόνια στο ρολόϊ της μετρά,
ανυπόμονα το μαντήλι της δαγκώνει.
Έξω απ’ το παράθυρο ο κόσμος χλωμιάζει και μουχρώνει.
Ή μήπως για επισκέπτες είναι πια αργά;
Σύντομο Βιογραφικό
Η Μαρία Παβλικόφσκα-Γιασνορζέφσκα γεννήθηκε στην Κρακοβία το 1891, σε οικογένεια γνωστών ζωγράφων. Και η ίδια ασχολήθηκε αρχικά με την ζωγραφική, αλλά σταδιακά αφοσιώθηκε στη συγγραφή θεατρικών έργων και κυρίως στην ποίηση. Θεωρείται η πιο σημαντική λυρική ποιήτρια του Μεοοπολέμου στη χώρα της. (“Σαπφώ της Πολωνίας”). Πέθανε το 1945 στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, όπου είχε καταφύγει με τον σύζυγό της, στην αρχή του πολέμου.