Αστικό πασατέμπο
1.Πιστεύω εις έναν θεό
πατριό όχι Πατέρα
ρέμπελο
που βρίζει χριστοπαναγίες.
2.Ο φίλος μου στο φανάρι
από το Μπαγκλαντές
μετράει την σημερινή σοδειά.
Ο Ηλίας τρώει την κονσέρβα
κατευθείαν από το τσίγκινο.
3.Σκοτώνεις ακριβά κοσμήματα
να βγει ο επιούσιος
ζέχνουν τα χνώτα σου
άπεπτα λουλούδια
ένας παλιάτσος με επωμίδες στρατηγού.
4.Στο λεωφορείο
σπαστά ελληνικά
σαν ζάρια της απόγνωσης.
Ο φόβος σύντροφος στις παραβάσεις.
Ψύχραιμοι σιωπούν οι δείκτες της βενζίνης
η πόλη ανοίγει μαύρα χείλη
να περάσεις.
Δεν ανήκεις σε καμιά ηλικία
δεν ανήκω σε καμιά φωνή
και μου τραβάς με βία το μανίκι
να επιμείνω στην αφήγηση.
5.Στην Τσαλαβούτα
βιομηχανικό χουζούρι
(η λεμονιά βάζει για ύπνο
τα μικρά της)
θόρυβοι που λευκάζουν
πίσω από μονόφυλλα παράθυρα
ο ένας μου σωσίας
δουλεύει το γεωτρύπανο
ο άλλος γρασάρει υπομονετικά
τα σκουριασμένα σύρματα
είναι κι οι δυο νεκροί
μα δεν παραπονιούνται.
Μονάχα ο πόνος
μάς σφαλίζει στη ζωή
σαν ρίζα.
6.Σύννεφα φιλάρεσκα
σε καραμέλα δύση.
7.Σκοτεινιάζει η Πατησίων
τα φώτα ανάβουνε στις όχθες
βγαίνουν αργά και ψύχραιμα
οι αλήτες
σαν σαλιγκάρια στο υστερόβροχο
σκοτεινιάζουν τα προάστια
μαύρο ανεξίτηλο σημάδι
σε λευκό χαρτί
σαν ενοχή και τύψη
μαύρα και κόκκινα σημάδια αναμειχτά
στις πόρτες στους καθρέπτες
στη μεγάλη σκάλα
λιθαργικά αποχτένιδα κάλυκες
της κρυφής στιγμής
κοιτάσματα οξέος στο στόμα
χοντρή ψιχάλα ισόβια ρυθμική
ανοίγει το κρανίο στα δύο
ο παπαγάλος πιάνει βάρδια στο καλώδιο :
-«Δόξα τω θεώ
Δ ο ξ α τ ω θ ε ώ».
Δούρεια νύχτα
με τον σκώρο του θανάτου
στην κωλότσεπη.
8.Λιοσίων Αυλώνος
Παρασίου
παράσιτα ασελγικά
υπνόφωτα
οι δρόμοι με τις φόδρες τους
έξω απ’ τις τσέπες
δίχως χαρτιά και κέρματα
και σ’ ένα αυλάκι τους
τα σπίτια κρεμασμένα
από τα πόδια.
9.Ο Κηφισός πνιγμένος στα νερά του.
10.Που είσαι Λίνα;
στο γκρίζο αυλάκι
του αναίτιου παραμιλητού;
αβαντάρεις με τα μάτια σου
τη Νέα Σελήνη;
έχεις θυμό;
είσαι ζωσμένη παρελθόν;
και βρέχει;
11.Οι σκάλες του μετρό
ηλεκτρικός Αχέροντας.
Ομόνοια κέντρο της Αθήνας.
Ομόνοια ομφαλός της λύπης.
12.Είμαι το απλωμένο ρούχο
πέριξ εβδόμου χιλιομέτρου
Αθηνών Λαμίας.
Είμαι η κομμένη ανάσα
στον ασύρματο.
Το έντομο της ομίχλης.
Είμαι η επιγραφή «μην ενοχλείτε»
Ένα χέρι που εκκρεμεί
απ’ την ταράτσα.
13.Μόνος μου και μόνοι σας.
14.Είναι άνεργος τρία χρόνια
με τέσσερα παιδιά
δημοτικού σχολείου.
Κοιτάει με τις ώρες άλαλος
τον ξεφλουδισμένο τοίχο
σαν παραπληγική αράχνη.
Η γυναίκα σιδερώνει στο σαλόνι.
Σιωπηλή.
15.Οι μπάτσοι του Συντάγματος
δεν σε κοιτούν
με υποψία
αν κρατάς στα χέρια
σακούλες πολυεθνικών.
16.Ο ύπνος προνόμιο των φαρμακοποιών.
17.Κηδείες κεκλεισμένων των θυρών
στο πίσω μέρος των κοινόχρηστων.
18.Η αισθητική σου Σεφερλής
πράσινη τέντα
ρουσφέτι φόλα
για τα αδέσποτα γατιά
της γειτονιάς.
19.Η θηλιά και η μυγδαλιά
έχουν τις ίδιες εκβολές.
20.Η σκέψη δεν είναι κατσαβίδι
δεν είναι τόξο η σκέψη
ούτε λευκή αχνιστή γραμμή
στο νυχτωμένο κόσμο.
Η σκέψη είναι μια μύγα επίμονη
κλωθογυρίζει στα σκατά
πάλι και πάλι.
21.-Και η ποίηση;
-Να’ ναι σταθμός πειρατικός.
ή τίποτα.
22.Τα άμωμα χέρια της
μες στον απαίσιο καιρό
πόση σπατάλη.
23.Μετά τον έρωτα
σιωπώντας το κορμί της
εν ρυθμώ
όπως το λούκι
έπειτα από ξαφνική βροχή.
24.Πάλι το θρόισμα του ευκάλυπτου
εξεγείρει κι εξεγείρεται
η κόλαση απέχει
από την άκρη του δαχτύλου σου
δυο χνάρια και μισό.
25.Ένα πουλάκι ακούραστο
μες στα φυλλώματα
είναι το διαβόητο χελιδόνι των προαστίων
μες στην σιωπή
του κόκκινου απογεύματος
αναζητάει μέσα μου
τη Δίψα·
έναν στίχο που να ανοίγει
ηλιοτρόπιο
σ’ όλες τις ρημαγμένες πόλεις
που φυλούν το μέλλον.
Ο Βαγγέλης Λαμπρόπουλος γεννήθηκε το 1996 στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών με μεταπτυχιακή ειδίκευση στη Νεοελληνική Φιλολογία.
Ζει στην Αθήνα και εργάζεται στην ιδιωτική εκπαίδευση.