Στον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, αεροπόρο της καρδιάς και του στίχου

Εγώ η Γεωργία, ετών είκοσι εφτά καλώ τον Βλαντιμίρ να με συναντήσει στο πάρκο πλάι στο σπίτι που μεγάλωσα. Μπορούμε να βρεθούμε το 1893, το 1897, το 1930 ή το 2000. Είμαι ανοιχτή σε μετατοπίσεις του χρόνου και διαστρικά ταξίδια. Μόνη προϋπόθεση να με πετάξει στο κρεβάτι της προεπαναστατικής Ρωσίας και να μου δώσει ένα φιλί στο αφτί.

Το αφτί είναι ο λαβύρινθος της Μπάμπα Γιαγκά, μπορεί να με δει και μπορώ να τον δω όπως γεννηθήκαμε, κόκαλα του μέλλοντος.

Ήλιε! και η ομορφιά του από το παράθυρο μένει ένα πίξελ έξω απ’ την καρδιά. Ο Βλαντιμίρ παίρνει τα πόδια του και ανεβαίνει στο βουνό. Το βουνό ξυπνά και απ’ την χαρά του τον πετά στα σύννεφα, το παντελόνι καίγεται απ’ τη ζέστη. Ο ποιητής και ο χώρος του στον κόσμο.

Κάνει κρύο στη γη, Βλαντιμίρ; Ψάχνω να βρω τα πιο βαριά μου δέρματα να καλυφτώ. Να εμφανιστώ δυνατή και ιδρωμένη εμπρός σου. Ένα σώμα που πατά στα τέσσερα και κυνηγά με τη ροζ γλωσσίτσα του τον ουρανό.

Έχω ένα σπίτι για εσένα. Τις νύχτες βγαίνει η Μέδουσα με τα τρυφερά της φίδια. Ζητά γάλα και ψωμί και ιώδιο για την πληγή στο κεφάλι. Τα παιδιά της την δαγκώνουν, φοβούνται τις τρίχες που φυτρώνουν, νομίζουν πως είναι άλογα σε πρωτόλεια μορφή.

Βλαντιμίρ, θέλω να ξέρεις πως έχω ονειρευτεί τα πόδια σου δίχως κάλτσες. Δύο πιρούνια με τη λέξη «μαμά» γραμμένη στα δόντια τους. Μ-Α-Μ-Α

Συχνά ονειρεύομαι πως πετάω πάνω από το Μπαγκντάντι, ένα πράσινο που κιτρινίζει και οι άνθρωποι κουβαλούν τα έργα σου σε κινητές βιβλιοθήκες. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούν σκούτερ και βέσπες. Δουλειά τους είναι να μιλούν χρησιμοποιώντας μονάχα τις δικές σου λέξεις.

Είσαι μυθικός και ο μύθος σε ψηλώνει μέχρι εκεί που το μάτι σου ξύνει αεροπλάνα. Βλέπεις τον πιλότο και ένα μικρό αγγείο σπάει. Όλος ο εικοστός αιώνας και η μηχανή του σώματος βγάζει υγρά επεκτατικής πολιτικής.

Κυριακή πρωί θα ήθελα να σε γνωρίσω με ένα παγωτό, τσιγάρο, κέρμα. Βόλτα στην επαρχία του πλαγιασμένου βλέμματος.

Αναμένω μια ιστορική χρονολογία.