Παιδὸς ἡ βασιληίη
Στα κλαδιά ενός ίσκιου ακόμη ζεστού και ευμετάβλητου
Ένα παιδί μυρμηγκιάζει περισσότερο
Από τα μυρμήγκια. Σαν ταλαιπωρημένο κερί
Ή στήθος μελισσοφάγου, ανασαίνει δειλά, γνωρίζοντας
Παρθενικά τον θόρυβο, το ψυχογράφημα του ανέμου.
Τι όμορφα που πλαγιάζει η πόλη στους ώμους του.
Μέχρις να αποκοιμηθεί το κρύο, που γυρνάει στα μάτια του
Εξαντλημένο από την απλήρωτη δουλειά
Στις καρδιές των ανθρώπων, εκείνο, κάθεται
Και το αισθάνεται, ολοσχερώς, γυμνό σαν απουσία.
Μονάχα μία η αλήθεια
Που θεωρεί αλάνθαστο το περιεχόμενο της:
Η αχαλίνωτη από άνθρωπο νύχτα.
Κανείς όμως δεν σκέφτηκε, μήτε ο ξεβαμμένος ουρανός
Με το φθηνό του ύψος, μήτε ο γείτονας
Που ξύπνησε λιγότερος καθώς του έλειπαν οι οξαλίδες,
Μήτε το φαγητό που δεν φαγώθηκε,
Πού είναι το παιδί.
Κι η νύχτα ήλθε, όπως έρχονται όλες οι νύχτες
Με μία φωνή από μακριά.
Να ‘ταν κραυγή ευτυχίας ή βοήθειας
Κανείς δεν πρόλαβε να μάθει.
Κοντά στο έρημο παράθυρο, κοντά στους κήπους
Συζητούνε ακόμη αν ήτανε νύχτα, ή
Αν βρέθηκαν εκείνες οι οξαλίδες.
Το όνειρο ενός απρόσωπου
[Κύματα, Μαρίνα, εμείς ωκεανός. Βάθη, Μαρίνα, εμείς ουρανός.
Γη, Μαρίνα, εμείς χίλιες φορές άνοιξη, σαν κορυδαλλοί
που ένα αναπάντεχο τραγούδι, τούς εκτοξεύει πέρα απ’ το ορατό.
Ρίλκε, Ελεγεία στη Μαρίνα Τσβετάγιεβα]
Είσαι τίμια, όταν σωπαίνει η θάλασσα ακούς
Μόνο το κύμα που θα χωρέσει στη χούφτα σου
Κι έτσι που γυρίζεις την ιστορία με το γέλιο σου
Μπρούμυτα όπως βολεύονται
Όσα δεν ανήκαμε ποτέ: ο ουρανός, οι ιδέες, τα μάτια
Που δεν κοιτάνε τα μάτια τους – έτσι
Μ’ ένα πρέπει σκοταδιού και μ’ ένα νερωμένο φως
Με βρίσκεις στις ανταύγειες των βράχων
Που θαλασσώνεται η κάθε σκέψη μου
Όταν σε σκέφτομαι
Μια που γνωρίζει αμήχανα ο άνθρωπος την θέληση
Του κόσμου, έτος που θάβεται επιτέλους η νύχτα
Από μαγνητικές καταιγίδες έχοντας
Όλοι μας μία καρδιά απροστάτευτη να μιλάει την γλώσσα
Των πρώτων πλασμάτων · την θέληση έλεγα
Το ψοφίμι έλεγα του κόσμου που δεν θεραπεύεται
Με την αλήθεια αλλά μ’ έναν ψύλλο καλοσύνης
Που βασιλεύει
Σε σκυλίσια αποφθέγματα, όπως:
Καλώς σε βρήκα εαυτέ κι εγένετο ερημιά.
Για να λέμε τα ονόματα με τα πράγματά τους:
Οι νεκροί χωρίζονται κι αυτοί
Σε άχρηστες βαθμίδες του εσαεί. Κι αν
Σε γνώρισα ( γιατί η μητέρα σου
Είναι περήφανη όταν γαλήνια πλαγιάζεις) ·
Κι αν με γνώρισες (
Γιατί ο εαυτός μου είναι πεισματάρης
Όταν υποκρίνομαι τον ζωντανό) ίσως να
Αρκούνε λίγα δευτερόλεπτα για να γυρίζει τούμπα
Η αιωνιότητα όχι από στιγμή (καθώς
έλεγε αδίκως ο φιλόσοφος)
Αλλά από αιωνιότητα.
Έτσι κι εσύ, μικρό μου υδατόριζο, σαν άοσμο
Σκοτάδι κατοχυρώνεις τη διαύγεια σου.
Αλλά αν μετρήσεις την ηρεμία
Θα δεις πως είναι βαρύτερη ενός γαλαξία
Κι ελαφρότερη από ένα άνθος πικροδάφνης
Μια που σ’ αγάπησα
Μ’ ένα ενδεχόμενο ακίνητης δροσοσταλίδας
Δίχως να ξέρω αν το εάν προσθέτει ή αφαιρεί.
Γυναίκα που δεν σημαίνει γυρισμός
Δεν είδα κανέναν να χαζεύει τον κόσμο με την προσήλωση που κοιτάζει κανείς μία ελεγχόμενη πτώση χελιδονιού, όπως δεν είδα
το ξέσκεπο, το αναντίρρητο μαύρο να φανερώνεται έξαφνα στους τρεις ουρανούς: την καρδιά μας, το ύψος μας, τα μάτια σου
καθώς, κανένα χρώμα δεν δοκιμάζει τη σιωπή, αλλά μιλάει εντός του κείνη τη λέξη που ουδέποτε ξεψύχησε από ανθρώπου στόμα
το νόμισμα το δίχως γυρισμό, την δίχως μνήμη πύλη, την πρώτη λέξη, τη μεταφραζόμενη κραυγή, που μία φορά άκουσε η θάλασσα
κι από τότε όλα της τα κύματα τρέχουν να απομακρυνθούν, σε ποιαν ακτή δεν ξέρω, τη λέξη του ίσκιου, που στο ρολόι του αλφαβήτου, ο θάνατος στέκεται ακριβώς
δίχως σημάδι ή ένα δεύτερο και δίχως ένα γράμμα να σαλεύει,
ακριβώς στα μάτια σου,
ολούθε,
πλησιάζουμε απρόσκλητοι και μόνοι