εκδόσεις θράκα

Ο

το
σώμα που κειτόταν στις πέτρες γεμάτο
πληγές

θυμάται;

το
χώμα να υγραίνεται να κυλά νερό

ανάμεσα
στις πέτρες, φλέβες μικρές,

ρυάκια
μεγαλύτερα στο τέλος

η
αύρα της θάλασσας δεν ήταν παραίσθηση

το
νερό που ανακούφιζε το σώμα

καθώς
το αλάτι άνοιγε τις πληγές ακόμη
περισσότερο

η
φύση που διώχνεις απ’ την πόρτα

κι
αυτή ξαναμπαίνει απ’ το παράθυρο

η
άνωση

που
δεν μπορείς ν’ αντισταθείς.

θυμάμαι;
το Κύμα

που
ένας Θεός ξέρει πώς βρέθηκε πάνω στο
βουνό

που
μόνο ένας Θεός ξέρει πώς βρέθηκε απ’
το βουνό

σ’
έναν παράξενο χώρο. νόμιζα

νεκροτομείο.
ήταν τελικά

γέφυρα
πλοίου

θυμάσαι

σαν
όνειρο.

σαν.
όνειρο.

ρ

ο
Ήλιος

η
θάλασσα ήρεμη, μια υποψία αύρας, δυο
υποψίες γλάρων

ο
ουρανός ασημένιος, χωρίς ασήμι, φιλόξενος

πίσω
απ’ το τζάμι της γέφυρας

το
μειδίαμα για το απρόσμενο του θαύματος

και
για το θαύμα

η
στιγμή που έρχεται και παρέρχεται

ο
Ήλιος

κάπως
ταλαιπωρημένος, με το ύφος όμως εκείνο

το
καθησυχαστικό

του
αθάνατου