Νικόλας Ευαντινός, 

Δεν έχει αλλού πορτοκαλιές. Είναι μία

Μια ώριμη
γυναίκα, με ύφος κοριτσιού και κινήσεις
κοπελιάς αγάπησε κάποια πορτοκαλιά.
Είχε φυτρώσει σε χώμα εχθρικό για τέτοια
οπωροφόρα, όμως φάνταζε υγιέστατη και
πανίσχυρη με το καταπράσινο φύλλωμά
της και τους μεγάλους, ζουμερούς καρπούς
της. Η γυναίκα συχνά, μα χωρίς πρόγραμμα,
κρατώντας νερό στην στάμνα της, πήγαινε
στην πορτοκαλιά. Αφού έχυνε το νερό στον
κορμό της, τον χαίδευε και της ψιθύριζε:
«εγώ σε βρήκα..είσαι δικιά μου..». Έπειτα
καθόταν στην ρίζα της, έκλεινε τα βλέφαρα,
έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και έπεφτε σε
μια βαθιά ονειροπόληση.Ήταν
τότε που συνέβαινε το εξής παράδοξο: η
γυναίκα ένιωθε πως είχε ρίζα σε χώμα
εχθρικό, πώς το σώμα της ήταν κορμός
πανέμορφος για να ξαποσταίνεις και πως
τα χέρια της ήταν κλαδιά όπου γαλάζια
και κόκκινα πουλιά είχαν στήσει τις
φωλιές τους. Εκείνη την στιγμή, στο
αποκορύφωμα αυτής της μεταμόρφωσης
ερχόταν πάντα εκείνος.

Μύριζε
τσιγάρο και ιδρώτα εφηβικό. Στο κούτελο
είχε την έπαρση της άγνοιας, στα χείλη
την τρικυμιά του παιχνιδιού, στα μάτια
μια χαρμολύπη αεικίνητη. Κρατούσε
τσεκούρι και βάδιζε σταθερά, μα ανυπόμονα.
Ανήμπορη στην ακινησία της και ριζωμένη
βαθιά στο εχθρικό της χώμα τον έβλεπε
να έρχεται καταπάνω της. Εκείνος με
μανία σήκωνε το τσεκούρι του πλάγια
στον αέρα, λύγιζε τα γόνατα και χτυπούσε
το κέντρο του κορμού της. Ήταν ο ξυλοκόπος
που σκόρπαγε τον τρόπο. Με το πρώτο
χτύπημα η γυναίκα έσερνε απ’ τα σωθικά
της μια βαθιά κραυγή και ξυπνούσε. Η
ονειροπόληση τότε τελείωνε ξαφνικά και
σωτήρια. Σηκώνονταν, άφηνε ένα βαθύ
αναστεναγμό, έπαιρνε την στάμνα της και
με ένα αινιγματικό μειδίαμα φορεμένο
στο στόμα, άφηνε πίσω της την πορτοκαλιά
και αποχωρούσε. Αυτό το περιστατικό με
αυτήν την σειρά γεγονότων, συνέβαινε
κάθε φορά που η ώριμη γυναίκα με το ύφος
κοριτσιού και τις κινήσεις κοπελιάς
πήγαινε να συναντήσει την αγαπημένη
της πορτοκαλιά.

Μια από
τις πολλές τα πράγματα άλλαξαν. Η γυναίκα
αφού χάιδεψε τον κορμό και ψιθύρισε
«εγώ σε βρήκα, είσαι δικιά μου..», έκατσε
στην ρίζα της και άρχισε την ονειροπόληση.
Ένιωσε πάλι το σώμα της να είναι κορμός,
τα χέρια της να είναι κλαδιά που φώλιαζαν
γαλάζια και κόκκινα πουλιά. Όμως το χώμα
όπου ένιωθε να έχει ριζώσει δεν το
αισθάνονταν πια εχθρικό. Όταν ήρθε
εκείνος ο αλήτης με το τσεκούρι τρόμαξε.
Περίμενε το χτύπημά του και προετοίμαζε
την αντίδρασή της: την κραυγή που θα την
έβγαζε από την ονειροπόληση και θα την
έσωζε. Όμως εκείνος άλλαξε στάση. Άφησε
κάτω το τσεκούρι, δίπλωσε με μαεστρία
τα μανίκια του πουκαμίσου ως τους
αγκώνες, σηκώθηκε στις μύτες και έκοψε
από τα κλαδιά της ένα πορτοκάλι. Το
ξεφλούδισε, το έφαγε κι έπειτα χάιδεψε
τον κορμό της λέγοντας: «δεν ξέρω αν εγώ
σε βρήκα …πάντως σε ευχαριστώ..». Για
πρώτη φορά η γυναίκα αισθάνθηκε ένα
ερωτικό τρέμουλο σε όλο της το κορμί.
Δεν χρειαζόταν να βγάλει κραυγή, δεν
χρειαζόταν να ξυπνήσει. Ένιωθε πως ανήκε
κάπου. Ήταν πλέον απαραίτητη, για αυτόν
τον αλλόκοτο ξυλοκόπο με την έπαρση της
άγνοιας στο κούτελο, την τρικυμιά του
παιχνιδιού στα χείλη, την αεικίνητη
χαρμολύπη στα μάτια. Αποφάσισε λοιπόν
να μην ξυπνήσει ποτέ ξανά.

Έμεινε
για πάντα εκεί, αφήνοντάς του την στάμνα
της, βοηθώντας τον άγαρμπο ξυλοκόπο, να
γίνει τρυγητής και γητευτής της. Όπως
κάθε ώριμη ιδέα, με ύφος κοριτσιού και
κινήσεις κοπελιάς οφείλει να κάνει για
τον ποιητή της. Όταν το χώμα γίνει
φιλόξενο. Πάντα στηρίζοντας την πλάτη,
σαν να ξαποσταίνει, στην ρίζα του αληθινού
δέντρου –που ό,τι κι αν λένε υπάρχει
στα αλήθεια.