ΜΑΣ ΛΕΙΠΟΥΝ ΠΟΝΤΙΚΟΠΑΓΙΔΕΣ




Ζητείται κατασκευαστής
ποντικοπαγίδων  ή έστω κάποιος

με παραπανίσιο στοκ που δεν το
δήλωσε και μπορεί να συνδράμει.

Τόσα ψέματα κρυμμένα στα χείλη
των νοικοκυραίων

Τόσα όμορφα χάδια μαραμένα στα
ελώδη βάθη της γροθιάς μας

μέσα στα ίδια μας τα σπιτικά. Μας
χαλάει τη ζαχαρένια μας η εξάπλωση

των βρωμερών αυτών όντων ξαφνικά.

Θάρρους φωνές ξεχειλώνουν άσκοπα
τη γενναιότητά τους

ανάμεσα στα τρύπια χαμόγελα των
δειλών ψιθύρων˙  δε φτάνει

για να διανείμει επαρκώς την
προίκα της η ρώμη…

αδυνατεί να μοιραστεί και
στομώνει στη σιωπή τα σχεδιάσματα της θλίψης της.

Οι νοικοκυρές όλο τον κόσμο
ξεσηκώνουν, μα το σκουπόξυλο δε γραπώνουν.

Οι Τρώες, η Σφίγγα, το χρυσόμαλλο
δέρας της νιότης μας,

του δικού μας ηρωισμού το
τρόπαιο… κάποια

μαλλιαρά ποντίκια στις πολυτελείς
αποχετεύσεις  των πόλεων μας;

Και τι περιμένουν τώρα να κάνουμε
εμείς  με τους αρουραίους; Τι μύθο θα
κλώσουμε

κυνηγώντας παμφάγα μολυσματικά
όντα στα σκοτεινά ή στων τραπεζικών μας

λογαριασμών τα ντουλάπια; Πότε
χρειάστηκε εμείς να ανοίξουμε συρτάρια;

Μια ολόκληρη εποχή
περιμένει…  αναμένει την απαλλαγή του
φορτίου της.

θέλει να δώσει κάπου αλλού την
σκυτάλη.

Η γενιά της μουγκής σοφίας

και της ενοικίασης λύσεων από το
διαδίκτυο… σε ενδεδειγμένες σελίδες έχει παραγγείλει

ποντικοπαγίδες.  Έκανε και επιτόπιες έρευνες ρωτώντας εχέμυθα
δείγμα αρουραίων…

για το είδος του θανάτου που τους
προκαλεί μεγαλύτερη βλάβη ή έστω τι είδους τυρί

προτιμούν για επιθανάτιο γεύμα.
Έγιναν λοιπόν έργα!

Δεν καθίσαμε με σταυρωμένα τα
χέρια.

Δεν είναι γενιά που σηκώνει λάθη,
που λερώνει το βιογραφικό της

με άσκοπες μάχες και κηδείες
αμφίσημων ενόχων.

Προτιμά να απέχει από το παρόν
της, ας δώσει την ευθύνη στους διαμένοντες

στα  γηροκομεία. Αυτοί δεν έχουν να χάσουν κάτι
από λανθασμένες επιλογές, έχουν ήδη

επωμιστεί στο λογαριασμό τους το
χτες. Και σιγά το κατόρθωμα που εκπληρώσαν. Όχι

αυτοί  να αναλάβουν, τίποτε δεν έχουν πλέον να
φοβούνται.

Ή στους σαλίγκαρους μπέμπηδες οι
οποίοι μπουσουλούν στις αυλές των αυριανών

σπιτικών να δοθούν τα σκήπτρα.
Παιδιά είναι, όλα τα ξέρουν και όλα τους συγχωρούνται.

Εμείς ας παρακαμφθούμε,
επιθυμούμε μόνο ποιοτικά να ζούμε!

Η συγκεκριμένη γενιά επαίρεται
για τον αντισυμβατικό της

τρόπο διαχείρισης των δεδομένων.
Δεν αντιδρά, απλώς γδέρνει τις έγνοιες με αγορές

οδηγών για καλές αποφάσεις… ή
καθαίρεται από τα παραπανίσια βάρη της ύπαρξης με

αποτοξινωτικές δίαιτες. Δε θέλει
να χρεωθεί με πάθη περιττά, με αποφάσεις αταίριαστες

στο προφίλ  των συνδεδεμένων.

Δεν τις χρειάζονται πονοκέφαλοι
διαδρομών, θα δανειστεί την ηλεκτρονική πυξίδα από του

ΙΧ της το ταμπλό.

Δεν ανέχεται λάθη… καταλαβαίνετε;
Δεν μπορεί να αντέξει την αμαύρωση της πορείας

στο κενό με χειρώνακτη πλοήγηση.
Ξέρει να φωτογραφίζει και να φωτογραφίζεται,

να σκαρφίζεται εναλλακτικές
χρήσης της ακτής και της άμμου, γνωρίζει να ξεναγεί

και ν’ αναπαριστά καθαρό το νερό,
δεν έμαθε σου λέει να βρίσκει σε ομίχλη τον γιαλό.

Αυτά είναι πρωτόγονα δώρα…
αρχαίες δεξιότητες… θα σήμαινε οπισθοδρόμηση

μια τέτοια ενασχόληση… θα σήμαινε
αποτυχία… απαγορευμένη λέξη, ιδωμένη

περιοριστικά στα μουσεία ή σε
παλιομοδίτικα ηλεκτρονικά αρχεία.

Η γενιά μου δεν αποτυγχάνει…
απλώς σιωπά σε σπα με τα χρηματισμένα όνειρα δανεικά,

οικιακών σκευών μαγειρεμένα
όνειρα στων μίζερων γονέων μας  τα πιάτα
φαγωμένα.

Γονείς με κακή διατροφή και

αρθριτικά από την άγαρμπη κίνηση
σε αγρούς μη βιολογικά σπαρμένους, αλλά τι να κάνεις

αυτούς δεν τους παραγγέλνεις, δεν
έχεις κάνει έρευνα, ούτε έχεις λάβει εγγυήσεις

σε περίπτωση ελαττωμάτων .

Η γενιά μου δεν αποτυγχάνει… αναμένει
τους συγγενείς να κανονίσουν συνέντευξη

με το αύριο για να λάμψει η αξία
της νιότης τους. Θα τη φυλάξουν, κάποτε

θα την εξαργυρώσουν και θα
αστράψουν δροσιά… στα δικά τους γηροκομεία.

Εμείς δε θα κάνουμε λάθη… δε θα
κάνουμε τίποτε για την επίθεση των τρωκτικών.

Αγαπάμε όλους τους οργανισμούς,
ακόμα και αυτούς που μας τρώνε. Θα κορώσουν

άλλωστε την πείνα τους με την
κοιλιά του κακόσχημου διπλανού… εμάς

δε θα μας πειράξουν.

Τους γυάλινους δεν τους
κατασπαράζουν… τους θαυμάζουν

έστω και σπασμένους,

γιατί τους εικονίζουν τα είδωλά
τους χτενισμένα σε νίκες εύκολες.

Τόσο εύκολες που θα πουλήσουμε
έπειτα τα τομάρια μας για συμμάχους των επιδρομέων.

Άδικα δεν σπουδάσαμε σε θρανία
άβολα…

Τα τρωκτικά τα φοβόμαστε, γιατί
είμαστε πολύ πολιτισμένοι για να μαχόμαστε. 

Οι ποντικοπαγίδες άλλωστε δε
φτάνουν, είναι άπειρα  τα τρωκτικά.
Κανείς δεν πρέπει

να στριμώχνεται στον θάνατο…
είναι ρυπογόνο.

Οι ποντικοπαγίδες δε φτάνουν για
όλα. Το είπαν τα ίδια τα τρωκτικά… αυτά ξέρουν

καλύτερα.

Άμεσα τους αφορά, γι’ αυτό το
πιστεύω. Τσάμπα θα αγοράζαμε τόσο τυρί, σου λένε!

Η γενιά μου γνωρίζει να αναμένει.
Η ενηλικίωση αποτελεί μια έννοια εξεζητημένη

Κάπως ξεπερασμένη. Κι αυτό τα
τρωκτικά το διέδωσαν τα οποία μεγαλώνουν και

πεθαίνουν

γηρασμένα… τα κορόιδα.

Τέλος πάντων εγώ ανεβάζω την
αίτησή μου, έτσι για να υπάρχει,

να μη έχουν να κατηγορούν οι
κακές γλώσσες.

Ζητείται κατασκευαστής
ποντικοπαγίδων… έστω και ποντικός με αυτοκτονικές ή

εφιαλτικές τάσεις. Μισθός και
μπόνους.

 Ό,τι μπορεί να γίνει έγινε, τώρα περιμένουμε.

ΔΥΟ ΔΕΜΑΤΑ ΧΟΡΤΑΡΙ Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
ΜΟΥ




Παντού πέτρα. Τεράστια
βουνά από τείχη ολόγυρα.

Ενδιάμεσα. Δίπλα. Κοντά…
μακρύτερα. Ξύπνημα ιδρωμένο

σε έναν εφιάλτη. Να
κοιμηθείς αδύνατο ξανά και να φύγει.

Παντού ατσαλάκωτα
ντουβάρια. Τα βλέπεις; Μοιραζόμαστε το ίδιο κλουβί;

Είσαι κάπου εδώ γύρω; Ξύσε
στον τοίχο το όνομά σου αν δεν μπορείς, αν φοβάσαι να

φωνάξεις. Απλώς να ξέρω
πως υπάρχεις. Σε έχει τσακίσει ήδη η πέτρα;

Είναι παντού, τη νιώθεις;
Γλιτώνεις από το ένα και σε σταματά το άλλο.

Δραπετεύεις από τον γρανίτη.
Μα λίγο παρά πέρα το αρχαίο μάρμαρο.

Ξεγλιστράς στην εγκοπή που
βρίσκεις στον αριστερό του μηρό

και πέφτεις πάνω στην
αιχμηρή σκιά των ακονισμένων στη λίμα των χρόνων

πλίνθων. Ψηλαφείς το δικό
τους δεξί  πλευρό και χώνεσαι ανάμεσα στη
ραχοκοκαλιά

σε μια μικρή χαραματιά…
μα σε γραπώνει η βρώμικη ανάσα του τσιμέντου.

Σε συλλαμβάνει και βοά,
βρυχάται το κορμί του θηρίου. Καγχάζει για τη νίκη του

 για την ελπίδα σου που γλεντά να σε
παρακολουθεί να την πνίγεις

σε κάποια κρίση
ορθοφροσύνης. Ατέλειωτα κλουβιά ανοιχτά σε μια φυλακή τεράστια

κλειδωμένη. Αφήνω ίχνη από
τα ρούχα μου, κλωστές, μα δεν τις συναντώ ξανά.

Κάποιος τις μαζεύει να
ντυθεί ή θέλει να με γδύσει; Κανένα τέρας πουθενά

 να με απαλλάξει από τα δεσμά της αναμονής της
ατέρμονης  προσπάθειας.

Δεν είμαι σε φωλιά κανενός
εντόμου ή  ερπετού. Όσο και αν νήστευε,
τόσο καιρό θα είχε

σπάσει στις  προκλήσεις της φλύαρης μου παρουσίας από την
πείνα….

θα με είχε δοκιμάσει.
Παντού πέτρα αδάμαστη.

Τη χαϊδεύεις, την
ακουμπάς, τη γρατζουνάς, τη χτυπάς με τα χέρια σου,

τα χείλη σου, το στήθος
σου, με τον φαλλό σου τρίβεσαι πάνω της μήπως λυγίσει ως

θηλυκό. Μήπως υγρανθεί και
διαπεράσεις.  Σε μια ρωγμή της να
χωρέσεις για να βγεις…

 Μα δεν ερεθίζεται με ιδρώτα θνητής γυναίκας.
Μόνο το αίμα σου βάφει

αλλόκοτα σχήματα πάνω της
που χάνονται στην ομίχλη χωρίς να τα διαβάσεις.

Μόνο σε εσένα πάνω, δια
της αφής σου γράφει ο λίθος. Και ο ουρανός επιμένει

να βαραίνει, να
πιέζει,  να ρωτά. Όλο χαμηλώνει, σε
αγχώνει. Ζυγίζει τόνους

η ανάσα σου… ραγίζουν
οι  πνεύμονες στο δύσοσμο οξυγόνο. Τόσο
άπλυτο

από την μήτρα του μόλις
βγαλμένο, σου καίει τα σπλάχνα. Δεν 
αντέχεις τόσο λίγο νερό

στον αέρα σου… Και
σκύβεις πια,  καθώς έχει κατέβει ο
ουρανός μαβής

και σκούρος. Σου αφαίρεσε
τη δυνατότητα να σκαρφαλώσεις. Τώρα τσακώνεσαι μαζί του,

γιατί διάλεξε άσχημη
συγκυρία να σε δυσκολέψει. Ακρωτηριάζει βράχους και  βραχάκια,

πετρούλες και πετραδάκια
στο χαμήλωμά του. Και τα πρώτα έχει καλώς τα βλέπεις…

τ’ αποφεύγεις. Όμως τις
ακίδες τσιμέντου, αυτή τη σκόνη που μπαίνει στα

ρουθούνια σου, στον λαιμό
σου, στα μάτια σου και σε τυφλώνει δεν μπορείς να την

νικήσεις. Γεννά λάσπη μέσα
σου, σε αχρηστεύει βαθιά στα πιο δικά σου μέρη.

Κι έτσι όπως σέρνομαι και
γδέρνω πληγές και πέτρες στο μαύρο χώμα, νιώθω δυο αγκαλιές

χορτάρι στο σώμα μου… τ’
αρπάζω. Στα δυο πλευρά μου σφιχτά τα κρατάω, σφιχτά κι

ας πονάω. Δυο φρέσκιες
ζύμες σάρκας ζωντανής φοράω ξαπλωμένος κοιτάζοντας

τον ουρανό πεσμένος,
σχεδόν  μου μοιάζει πως στέκει στο
κανονικό του βάθρο.

Θέλω να βιαστώ…  να σβήσω πριν προλάβουν να κιτρινίσουν

τα φύλλα… πριν προφτάσω
και τις δω να μαραίνονται στον κόρφο μου. Να τα θρέψω με

όση δροσιά έμεινε στο
κορμί μου… Δεν του κληρώθηκε να τρυπηθεί από σφαίρα που

στέφει με δόξα, ούτε να
ραγίσει από μαστίγιο εξουσιαστή για τις ιδέες 
που κρύβει.

Κορμί που δεν δαγκώθηκε
αρκετά από το στόμα καμιάς γυναίκας, καμιά δεν χάραξε

τ’ όνομά της, όσο βαθιά
θα  πιθυμούσε το μαδημένο κρέας μου για
να λέει σε όλους

 πως της ανήκει. Γι’ αυτό ας σβήσω εδώ, τώρα.

Μα τον Θεό, δυο δέματα
χορτάρι όλη μου η περιουσία

μη μου την πάρετε. Ας
μείνω με τα δυο κλωνάρια αγκαλιά, αν

δεν υπάρχει πουθενά
διέξοδος στα σκοτεινά… αφήστε με εδώ πριν έρθει το κρύο

και τα κάψει… να κοιμηθώ
μαζί τους.

Να γδύσω τις τελευταίες μου
κλωστές για να ντύσω το φύλλωμά τους,

τα άνθη τους να φουντώσει.
Σε κάτι το θνητό μου σώμα να χρησιμέψει, κάτι

στο τέλος του να σώσει,
κάπως τον θάνατο να σκοτώσει.