Αφιέρωμα στο Καρναβάλι: Έκτο μέρος
Στο έκτο μέρος του αφιερώματος για το καρναβάλι περιλαμβάνουμε ποιήματα και διηγήματα από τους: Νικόλα Κουτσοδόντη, Αριστοτέλη Πιττάρη, Δαμιανό Αγραβαρά, Δημήτρη Μπαλτά, Στέφανο Τσιμπουρλά-Κρητικίδη.
Νικόλας Κουτσοδόντης
Μεταξουργείο
Κάνω απ’ ώρα τρύπες στα μπουκάλια της ρακής
με καουτσούκ σπαθί
δε με μαλώνουν τώρα
γύρω τα χάλκινα και το νταούλι στην πλατεία
ένα σετ καλλυντικών της γειτονιάς τα φώτα
χορεύουν σαν τα Τελετάμπις
κάποιο παιδί αγαπημένο με τη σκέψη
δεν μπορεί να με βοηθήσει πια η μάνα μου
κι ένας ελέφαντας λευκός που λευτερώθηκε
από μια ζωγραφιά στο νηπιαγωγείο
χορεύουν παίζουνε τα πόδια τους στην άσφαλτο
σπρώχνουν τον πρίγκιπα με τα βαθουλωμένα
μάτια και το ντέφι
χτυπάνε όλοι τον πεζόδρομο στις τελευταίες
σπίθες της φωτιάς
του βασιλιά καρνάβαλου.
(Από το “Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι” -Θράκα 2021, δεύτερη έκδοση 2023)
Ο Νικόλας Κουτσοδόντης είναι ποιητής και μεταφραστής με καταγωγή από την Άνδρο. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: Χαλκομανία (Εντύποις 2017, Θράκα 2024), Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι (Θράκα 2021, β’ έκδοση 2023), Ίσως φύγεις στο εξωτερικό (Θράκα, 2024). Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Κροάτη ποιητή Μάρκο Πόγκατσαρ, Ο συλλέκτης των Κυριακών (Θράκα, 2024), ενώ υπήρξε υπεύθυνος έκδοσης της πρώτης Ανθολογίας Ελληνικής Κουήρ Ποίησης (Θράκα, Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ-Παράρτημα Ελλάδας, 2023). Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών και του Δικτύου Λογοτεχνών, ενώ τo 2024 εκλέχθηκε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.
***
Αριστοτέλης Πιττάρης
Σε βρίσκω μες στα χρώματα αυτού του ατίθασου πλήθους, καθώς μας παρασέρνει και τους δύο μες στα στενά της πόλης. Ώσπου κοντά ερχόμαστε κι έτσι – χωρίς να σε γνωρίζω – το χέρι σου αγγίζει το δικό μου. Γιατί απ’ όλα τα χέρια αυτό; Να είναι που φέρνεις σε κάτι που έψαχνα και φευγαλέα μόνο βρήκα;
Τυχαία μας ένωσε η γιορτή και τυχαία μας έχει χωρίσει. Τώρα πιο μεθυσμένος απ’ όλους εκείνους τους παλιούς συντρόφους του Τσαρλς, στέκομαι μες στην κινούμενη μάζα, σηκώνομαι λίγο πιο ψηλά ψάχνοντας την ανέμελη τρέλα σου. Κινούμαι απρόβλεπτα, οπισθοχωρώ και σπρώχνομαι, νιώθω σαν να ‘μαι πέστροφα που πάει αντίθετα στο ρεύμα. Όμως δεν είμαι, όπως κι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ποτάμι. Και δεν υπάρχει πραγματικά αντίθετο μιας κίνησης χαώδους κι αλλοπρόσαλλης.
Η γιορτή πλέον τελείωσε. Τα κομφετί διαλύονται στη λάσπη, το πλήθος παραπατάει κλοτσώντας γυαλιά κι εγώ σταμάτησα να ψάχνω. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Όχι το μέλλον, όχι ο απρόσμενος πόθος. Ήταν απλά το καρναβάλι. Ήρθε, έλαμψε και σβήνει. Κάποιοι άλλοι θα μαζέψουν τα σπασμένα. Εμείς γυρνάμε μόνοι μας κι απόψε.
Ο Αριστοτέλης Πιττάρης γεννήθηκε το 1989 στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος των τμημάτων Πολιτικών Μηχανικών και Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ. Κείμενα του έχουν δημοσιευθεί στη Θράκα, στο περιοδικό Ararouna και στην ανθολογία Για την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου.Το πρώτο του βιβλίο Λίμνες μέσα σε θάλασσα θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Θράκα.
***
Δαμιανός Αγραβαράς
Βασίλισσα του καρναβαλιού
Δείτε μια βασίλισσα του καρναβαλιού, φωνάζει κάποιος από την παρέα των αγοριών με τα ξυρισμένα κεφάλια. Οι υπόλοιποι γυρνούν προς το μέρος της. Γελάνε, βρίζουν και γιουχάρουν. Οι φωνές είτε αναμειγνύονται με τη μουσική και χάνονται, είτε εκείνη δεν ακούει. Σέρνει τα μαύρα της γοβάκια ανάμεσα στο πλήθος. Η πλάτη της έχει κυρτώσει, περισσότερο θυμίζει τον Κουασιμόδο παρά Σπανιόλα. Το κόκκινο της φόρεμα είναι γεμάτο τρύπες και σκισίματα, το βέλο ριγμένο στραβά στα κοντά, γκρίζα της μαλλιά. Δεν κρατά βεντάλια, έχει σπάσει σε κάποιο περασμένο καρναβάλι. Στην αριστερή της χούφτα κρύβει ένα ζευγάρι καστανιέτες. Καουμπόηδες, μάγισσες, υπερήρωες, βρικόλακες, αστυνόμοι και νοσοκόμες βρέχουν τα λαρύγγια τους με λίτρα μαυροδάφνης και αλκοόλ από πλαστικά μπουκάλια. Χοροπηδούν. Λικνίζονται. Εκείνη δεν αφήνει το βλέμμα της να περιπλανηθεί πάνω τους. Πεταρίζει τα βλέφαρά της για να διώξει τους καπνούς από τις φωτοβολίδες.
Από παιδί περίμενε το καρναβάλι. Ντυνόταν μάγισσα, πριγκίπισσα, κοκκινοσκουφίτσα παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της. Ήταν η μόνη εποχή του χρόνου που περπατούσε στο δρόμο χωρίς ψιθύρους και σχόλια. Ένα πρωί -Ιούνιος, όχι Απόκριες, είχε κλείσει τα δεκαεννιά – ξύπνησε και σηκώθηκε από το κρεβάτι ιδρωμένη. Άνοιξε το παράθυρο, βγήκε στο στενό μπαλκόνι κι άφησε τον ήλιο στο πρόσωπό της για αρκετή ώρα. Από εκείνη τη μέρα ήταν η εαυτή της. Ας λένε ό,τι θέλουν οι περαστικοί, αν αφήσεις την αλήθεια κλειδωμένη μέσα σου, βρικολακιάζει και σε καταβροχθίζει ζωντανή, μουρμούριζε. Κάθε καρναβάλι επέστρεφε στην παρέλαση στο λιμάνι και χόρευε, χωρίς δάκτυλα να στρέφονται προς το μέρος της. Έτσι και τώρα, ανοίγει δρόμο με τους αγκώνες της για να φτάσει στο κέντρο της προβλήτας. Με το χέρι της τινάζει τις νιφάδες του χαρτοπόλεμου και τις κορδέλες σερπαντίνας από το φόρεμα και τα μαλλιά της.
Σταματά μόλις φτάνει μπροστά στη μαρμάρινη εξέδρα, στη μέση του λιμανιού. Σηκώνει τη φούστα και προσπαθεί να σκαρφαλώσει. Τα καταφέρνει έπειτα από τρεις προσπάθειες και μερικά κρακ από τα γόνατά της. Στέκεται στο κέντρο της εξέδρας. Κάμποσοι μασκαράδες γυρίζουν προς το μέρος της. Μερικοί από αυτούς την έχουν ξαναδεί να περπατά στα σοκάκια της πόλης. Γελούν και κοροϊδεύουν. Εκείνη κοιτά τη μαύρη γραμμή του ορίζοντα, ακριβώς στο σημείο που ο ουρανός ενώνεται με τη θάλασσα. Ρουφά λαίμαργα αέρα, φουσκώνει το μπούστο και ισιώνει την πλάτης της. Υψώνει το αριστερό χέρι πάνω από το κεφάλι. Φέρνει το δεξί μπροστά από το στήθος. Μια τελευταία ανάσα. Καρφώνει τα φθαρμένα της τακούνια στο μάρμαρο. Χτυπά τις καστανιέτες στην παλάμη. Υπακούει στον ρυθμό των χτύπων και διαγράφει κύκλους γύρω από την εαυτή της. Το δεξί της χέρι πλέει στον αέρα πάνω από το κεφάλι της. Έπειτα, το κατεβάζει με κυματιστές κινήσεις μπροστά στο πρόσωπό της. Στροφή και χτύπος του τακουνιού στο μάρμαρο. Οι φιγούρες από μερικές Σπανιόλες αποτυπώθηκαν μέσα της, χρόνια πριν, στο μοναδικό της ταξίδι στο εξωτερικό, στην Σεβίλλη. Κλείνει τα βλέφαρα και συνεχίζει να χορεύει. Οι μασκαράδες γύρω από την προβλήτα την παρακολουθούν, αμίλητοι. Μόλις ολοκληρώνει το βουβό φλαμένκο της, υποκλίνεται τόσο βαθιά που η μύτη της ακουμπά σχεδόν στην εξέδρα. Κατεβαίνει. Διασχίζει το πλήθος, από την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που είχε έρθει. Δεν ξαναφάνηκε στην πόλη.
Ο Δαμιανός Αγραβαράς γεννήθηκε το 1996 στον Πειραιά. Είναι ιστορικός, κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία και Ιστορία της Τέχνης» από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον την πολιτιστική ιστορία του 20ου αιώνα. Από τον Οκτώβριο του 2021 εργάζεται στο Αρχείο της ΕΡΤ. Ασχολείται με την πεζογραφία και τη θεατρική γραφή. Το 2015 συμμετείχε στο πρώτο στούντιο συγγραφής θεατρικού έργου του Εθνικού Θεάτρου και το 2016 πήρε μέρος στο πρώτο Εργαστήριο Νέων Θεατρικών Συγγραφέων του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης». Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά (Χάρτης, Θράκα, σαλιγκάρι,CultureBook, Περί Ου, Fractal). Η συλλογή διηγημάτων του «Πέτα μακριά, Πέπε» (2023) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συρτάρι. Τον Απρίλιο του 2025 θα κυκλοφορήσει από τις ίδιες εκδόσεις η πρώτη του νουβέλα με τίτλο «Ρίγκελ».
***
Δημήτρης Μπαλτάς
Μασκαράτα
Κι αν είναι οι Απόκριες μονάχα τρεις βδομάδες,
αυτές εδώ όλο τον χρόνο βαστούν.
Χρόνια και ζαμάνια το ίδιο τροπάρι.
Σάτυροι και Σιληνοί
χορεύουνε, μεθούν, γλεντοκοπάνε
στις πλάτες των φτωχών.
Αθυρόστομοι και αναίσχυντοι
υπηρετούν τον βασιλιά καρνάβαλο
σέρνοντας τις ξέχειλες κοιλιές τους
πλάι στα κάτισχνα γεροντάκια
λερώνοντας με τα φιλάργυρα σάλια τους
τα κεφάλια των παιδιών.
Κηφήνες και τραγοπόδαροι
με την κουτάλα πάντα ανά χείρας
φτιασιδώνουν τη μούρη τους
με ψιμύθια συμπόνιας κι ανθρωπιάς.
Μα μια στάλα βροχής αρκεί,
για να ξεβάψει αυτούς τους μασκαράδες.
Μια υποψία αλήθειας αρκεί,
για να ξεσκεπάσει το σάπιο το πετσί τους.
Ο Δημήτρης Μπαλτάς γεννήθηκε το 1999 στην Αθήνα. Είναι αριστούχος απόφοιτος της κλασικής φιλολογίας και του μεταπτυχιακού προγράμματος «Ρητορική, Επιστήμες του Ανθρώπου και Εκπαίδευση» του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γράφει ποίηση, κριτικά σημειώματα και δοκίμια για τη λογοτεχνία. Κείμενά του έχουν φιλοξενηθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και σε συλλογικά έργα. Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές: Η Αρχή (Οσελότος, 2019), Μελωδίες λήθης (Αποστακτήριο, 2021), Το όνομα του έρωτα (Αποστακτήριο, 2022), Περιγραφές του ανεκπλήρωτου (Κάκτος, 2022), Τα λεπτά της σιωπής (Κάκτος, 2023), Υπό καθεστώς ομηρίας (Μετρονόμος, 2025).
***
Στέφανος Τσιμπουρλάς-Κρητικίδης
Μύστις
τα μαλλιά της ανέμισαν άνθη
ήτανε η καταιγίδα του παραδείσου,
η ανάσα του ζωγράφου,
αερικό της συμφοράς
τ’ αριστερό της χέρι νεαρό φεγγάρι
αγκαλιάζει το μισό του σκοταδιού
που κατρακυλά στην άβυσσο
του λόγου
το δεξί μια λυκαυγή
εφορμά στον ουρανό
των πουλιών
τα δάση ονειρεύονται παράδοξα
τα μάτια της· κατοπτρίζουν αδιέξοδα
γλιστρά στην ακύμαντη λίμνη
αναδύεται· ιέρεια των ομιχλών
τυλίγοντας με λέξεις του Μυστηρίου
μεθυσμένους μουσικούς
ομοφυλόφιλες ερωμένες
μαθητευόμενες φιλοσόφους
και την ημέρα που έρχεται
γύρω από τα οικογενειακά τραπέζια
μια σεμνότυφη δυσπεψία
Ο Στέφανος Τσιμπουρλάς-Κρητικίδης γεννήθηκε την άνοιξη του 1988 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στην Αγία Παρασκευή και ζει στη γειτονιά του Κεραμεικού. Σπούδασε νοσηλευτική στο ΠΑΔΑ και θέατρο στη δραματική σχολή Μοντέρνοι Καιροί. Συνεχίζει τις θεατρικές του σπουδές στο ΕΚΠΑ. Συμμετέχει στην ομάδα χορού Quantum Body Athens But oh Dance Group. Έχει γράψει τις ποιητικές συλλογές Φασματογράφος δειλινών (θράκα, 2019) και Τα φτερά της Υπέρβασης πάνω απ’ την πόλη (υπό έκδοση).
(Πηγή φωτογραφίας: LIFO)