Προφίλ: Σταύρος Σταυρόπουλος
Του Γιώργου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη
Επιμέλεια: Αναστάσιος Μάριος Μιχαηλίδης

Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις…

Κατερίνα Γώγου, «Σ’ όσους σπάσανε, Σ’ όσους κρατάνε» στο  Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε.

Η Πόλη της Ξενιτιάς

Τα βράδια στο Σαιν-Ντενί ήταν πάντα γεμάτα αντιφάσεις. Έμοιαζε σαν να μου επιτίθεται η πόλη, σαν να μου ψιθύριζε ότι δεν ανήκα εκεί, πως ήμουν μόνο ένας ξένος που ξέμεινε στις υγρές λεωφόρους της. Κι όμως, δεν μπορούσα να την αφήσω – ούτε την πόλη, ούτε τη σκέψη της Σεσίλια, που είχε διαλυθεί μέσα της σαν καπνός:

Κάποιες φορές, για κάποιες ώρες, για μέρες ολόκληρες, είναι πάντα νύχτα. Αδιαπέραστη νύχτα από άδικα φώτα.[1]

Τη θυμόμουν σε κάθε βήμα, σε κάθε σπασμένο πλακάκι, σε κάθε αντανάκλαση του βροχερού δρόμου. Ένα μείγμα πόθου και απελπισίας στροβιλιζόταν μέσα μου, όπως όταν βυθίζεις ένα κουτάλι σε σκούρο, δυνατό καφέ. Ήθελα να την ξεχάσω, όμως κάθε σκέψη την έφερνε ακόμα πιο έντονα μπροστά μου, σαν να με κορόιδευε. Ένιωθα ότι, αν περπατούσα λίγο ακόμα, θα τη συναντούσα σε κάποια γωνιά, ή σ’ ένα από εκείνα τα φτηνά μπαρ όπου περνούσαμε τις νύχτες. Σε ποια όραση ζω; [2]

Η Εμμονή της Ανάμνησης

Στην αρχή κάθε φορά που έβλεπα μια σκοτεινή φιγούρα από μακριά, πίστευα ότι ήταν αυτή. Έτρεχα να την πλησιάσω για να αντικρίσω τελικά κάποια άγνωστη, χαμένη στη δική της μοναξιά. Όμως το πρόσωπό της έμενε πάντα εκεί, σαν υπόσχεση, σαν ανάμνηση που δεν ήθελε να γίνει οριστικά παρελθόν. Ονειρευόμουν το άγγιγμά της, το χέρι της πάνω στο δικό μου, να μου ψιθυρίζει λόγια που δε χρειάζονταν λέξεις.

Ήταν βραδιές που σκέφτηκα να φύγω από το Σαιν-Ντενί. Πώς όμως φεύγεις από ένα μέρος όταν κάθε του γωνιά έχει πια το δικό της πρόσωπο; Η πόλη είχε γίνει η μορφή της – κάθε σκιά το ίχνος της, κάθε φως ένα κάλεσμα που δεν μπορούσα να αγνοήσω.

Ένας Υποψήφιος Νεκρός

Η ζωή μου στο Σαιν-Ντενί είναι σαν την ποίηση του Σταυρόπουλου – γεμάτη από σκοτεινές λέξεις και άδειες παύσεις, σαν να προσπαθώ να δώσω νόημα σ’ ένα χάος που δεν ηρεμεί. Νιώθω σαν περιπλανώμενος, κάποιος που δεν ανήκει πουθενά, ένας ξένος σε μια πόλη που δεν τον χωράει, κι όμως δεν τον αφήνει να φύγει. Οι δρόμοι με οδηγούν πάντα πίσω στα ίδια σημεία – στα μέρη όπου η Σεσίλια άφησε τη σφραγίδα της, στις γωνιές όπου αντηχούν τα γέλια και οι σιωπές μας. Είναι λες και κάθε βήμα μου είναι μια επιστροφή σε μια ανάμνηση που δε λέει να ξεφτίσει:

μαθήματα ζωής
χωρίς εσένα

σε άδεια ερημικά πλάνα
στα ίδια παγωμένα νερά

έγινα πέτρα και φως
προσπαθώντας να ακουμπήσω
για λίγο
τη μακρινή απουσία σου

ακόμη λείπεις.[3]

Η Ποίηση της Απουσίας

Αυτή η πόλη είναι η ποίηση της απουσίας της. Κάθε φωτισμένη ταμπέλα, κάθε μπαρ, κάθε σπασμένο τζάμι είναι μια υπόμνηση του τίποτα και του παντός. Όταν περπατάω, οι σκέψεις μου σκορπίζονται σε αποσπασματικές εικόνες: το πρόσωπό της κάτω από το φως μιας λάμπας, το χέρι της που τρέμει καθώς με κρατά, η ανάσα της στο αυτί μου, να ψιθυρίζει κάτι που ποτέ δεν έμαθα αν ήταν πραγματικό ή απλώς ένα όνειρο.

Η Ποιητική Επανάσταση του Σταυρόπουλου

Η ποίηση του Σταύρου Σταυρόπουλου αναδεικνύει την αισθητική της Μπιτ γενιάς, αποκαλύπτοντας μια διαρκή αμφισβήτηση των κοινωνικών δομών και του κατεστημένου – κάτι που βλέπουμε εντονότερα στο θρυλικό του έργο Διαμελίζομαι. Την ίδια στιγμή, αγκαλιάζει την υπαρξιακή ανησυχία και την εξερεύνηση του εαυτού. Αντί να αποδέχεται τη γραμμική πορεία του χρόνου, η ποίησή του παρουσιάζει μια διαρκή εσωτερική σύγκρουση, στην οποία ο χρόνος δεν έχει σταθερή υπόσταση. Μέσα από αυτή τη στάση, εκφράζεται η αντίδραση του ποιητή στην αποξένωση που προκαλεί η κοινωνία, με το ταξίδι και τον δρόμο να συμβολίζουν την περιπλάνηση και την αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος.[4]

Εμπνευσμένος από τους Τζακ Κέρουακ και Λώρενς Φερλινγκέτι, ο Σταυρόπουλος χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να επαναστατήσει ενάντια στις καθιερωμένες δομές και να ανατρέψει τις έννοιες, δημιουργώντας έναν τόπο αυτογνωσίας και διαρκούς ανατροπής του εαυτού.[5] Η ποίησή του αγγίζει το υπαρξιακό κενό, θυμίζοντας το σπινοζικό πνεύμα της «αδυνατότητας» και της «εξάντλησης». Η γραφή του συνδυάζει το φανταστικό με το πραγματικό, αναδεικνύοντας έναν κόσμο όπου οι κοινωνικές συμβάσεις καταρρέουν και το ποιητικό υποκείμενο απορρίπτει κάθε τελικό προορισμό.

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος, ο πρίγκιπας της ελληνικής Μπιτ γενιάς, εκφράζει την αγωνία και την επιθυμία του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και ουσιαστική επικοινωνία με τον βαθύτερο εαυτό. Με αντισυμβατική αισθητική, μας καλεί σ’ ένα ταξίδι όπου η γλώσσα είναι μέσο επανάστασης και ανατροπής, φέρνοντας τον άνθρωπο πιο κοντά στον εαυτό του.

Στο επόμενο Προφίλ θα μιλήσουμε για τον Σωτήρη Παστάκα. Μέχρι τότε, το Barfly κλείνει τις πόρτες του για σήμερα και έρχεται με νέα κείμενα και συνεντεύξεις από συγγραφείς και εν γένει προσωπικότητες, οι οποίες πίνουν το ποτό τους στη μπάρα του Barfly, και μας λένε τη δική τους ιστορία. Εις το επανιδείν.[6]

 

Ο Γιώργος Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλοσοφίας, μεταφραστής, βιβλιοκριτικός και υπεύθυνος της γραμματείας του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας ΙWPR.  Προσφάτως κυκλοφόρησε το πρώτο αφιέρωμά του πάνω στην Μπιτ Ποίηση από το περιοδικό των εκδόσεων Οδός Πανός, τεύχος 200.

 

[1]6, στο Κατά τον Δαίμονα Εαυτού.  Στα ποίηματα του Σταύρου Σταυρόπουλο όπως και στο  συγκεκριμένο, θα αναφέρομαι μόνο στο ποίημα και στη συλλογή. Στο τέλος θα παρατεθεί όλη η βιβλιογραφία του ποιητή. Σ.τ.Σ.
[2] Σημείο 78 στο Καπνισμένο Κόκκινο.
[3]Μαθήματα Ζωής στο Φως γυναίκας.
[4] Βλ. Σταύρος Σταυρόπουλος, Ύμνος στην τζαζ, στο περιθώριο και στην χαμένη αθωότητα Τζακ Κέρουακ,Πικ, «Η Καθημερινή»/ «Τέχνες και Γράμματα», 31.8.2008 και του ιδίου, Να υπάρχεις μεταξύ των νεκρών, «Ελευθεροτυπία»/ «Βιβλιοθήκη», τχ. 555, 5.6.2009
[5]Βλ συνέντευξη του ποιητή στην εκπομπή   «Η ζωή είναι αλλού (07/09/2011)
[6] Τα εξαντλημένα βιβλία του Σταύρου Σταυρόπουλου θα εκδίδονται απο τις εκδόσεις Σμίλη. Σ.τ.Σ.