Πεθαίνοντας στην Τσαλαβούτα

 

ο φόβος μου μεσίστιος|

ξένος προς το καθετί|

τα ορθρινά πουλιά
μασούν τα κόκαλά μου|

τα τρόλεϊ μπερδεύονται
στα σύρματα του ύπνου|

η προφητεία έλεγε :
«δέκα λεπτά διαφορά»|

είδα στον πάγκο ενός πλανόδιου
το κεφάλι μου
και το παζάρευαν δυο μαύροι σκύλοι|

κι αυτό θα ξεχαστεί γρήγορα
όπως το όνειρο που πας να το κρατήσεις
και γλιστράει
όμως εγώ δεν θέλω να ξεχάσω
-ευχή και κατάρα- |

όλη μου τη ζωή με ακολουθεί μια παρακάμερα
κι αν θέλεις με πιστεύεις|

μετά το ποίημα
η ζωή απλώς συνεχίζεται
και πώς να το χωνέψεις; |

έβγαλα όλο τον χειμώνα
με δυο ρούχα και τρεις λέξεις |

η σάρκα μου είναι υστέρημα
κάτι λίγα ψιλικά και υπομονή |

το αποτέλεσμα του ντέρμπι
θα καθορίσει την ψυχή
για την υπόλοιπη εβδομάδα|

συλλογή από άδεια πλαστικά ποτήρια
του καφέ
χαρτιά και απόχαρτα
η τηλεόραση μηρυκάζει
ησύχως
ήχους κι εικόνες
η εναλλαγή των ημερών
οι τέσσερις εποχές
και μια Πέμπτη
που στοιχειώνει τα μυαλά

βάναυσο ντεζαβού |

με φλοίσβο καζανάκι
θα ονειρευόμαστε
καλύτερες ημέρες |

όλα καλά θα πάνε
όλα θα πάνε κ α λ ά |

έπιασε πάλι η ίδια εξαντλητική ψιχάλα
και δεν σημαίνω πλέον

δεν συμβαίνω |

να φουσκώσει ο Κηφισός
-να πάρει εκδίκηση-
να γίνω ποταμόψαρο
και να σιωπώ
δίχως την τύψη |

Βαγγέλης Λαμπρόπουλος