ΠΥΡΕΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ

 

Ποιο να ‘ναι εκείνο το παιδί
που έρχεται στον ύπνο σου
και σου χαμογελάει;

Ξεκίνησε μια μέρα,
μέρα μεσημέρι,
για το Κλοντάικ
για να βρει χρυσό
για να πιάσει την καλή
για να σώσει αυτό το σπίτι.

Ήταν Ιούλης μήνας
μα ντύθηκε ζεστά
έκανε παγωνιά στον Καναδά
το 96’
τα βρήκε μπουφάν, πουλόβερ,
κασκόλ και σκούφους
κόσκινα κι αξίνες

δεν ήταν και τόσο δύσκολο
ήταν σε κάποια απ’ τις ντουλάπες

είχε μάθει όλα τα κόλπα
γραμμένα σε βιντεοκασέτες
εγχειρίδια επιβίωσης
απ’ τους πρωταθλητές του είδους

ένα απόγευμα στην Τούμπα
ΠΑΟΚ-Αθηναϊκός

τα είχε όλα

τα είχε όλα.

Σ’ εκλιπαρούσε γονατιστό
να σταματήσει

πάμε να φύγουμε από ‘δω μέσα,
σου ‘λεγε κλαίγοντας,
πάμε ‘μεις
σε ικετεύω
κάντο για μένα

σε είχα ανάγκη

σε είχα ανάγκη·

συγγνώμη ρε μάνα
δεν καταλάβαινα τότε

συγγνώμη κι από σένα ρε πατέρα
δεν ήξερα

δεν ήξερα.

Τώρα σ’ αυτό το σπίτι του παιδιού
μένει ένας άντρας
μπορεί και καταλάθος
ξυπνάει καμιά φορά
μέσα στη νύχτα

και τ’ αντικρύζει:
εκείνο
φοράει σορτσάκι, αμάνικο
και σημαδεύει μια μπασκέτα
που κρέμεται στην πόρτα

ξαναβαράει
τις βολές του Καμπούρη
την λάθος πάσα του Φασούλα
το τρίποντο του Πέτζα

αποθεώνεται
σε στάδια κατάμεστα
γίνεται εξώφυλλο σ’ εφημερίδες ξεχασμένες

και σε βλέπει
να το κοιτάς
γονατιστός
πνιγμένος μες στα δάκρυα

σαν γάτα πλησιάζει
με την ουρά εγγλέζικο ερωτηματικό

σκουπίζει το κλάμα σου
χαμογελάει ξανά
σου λέει: μην φοβάσαι
σου δίνει την πορτοκαλί την μπάλα
και σου προτείνει

αν θες,
να παίξετε μονό.

 

 

 

ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ

 

Οι μπάτσοι κυνηγάνε τις πουτάνες
στην Γιαννιτσών.

Τις αρπάζουν, τις ρίχνουν κάτω
τις σέρνουνε από τα μαλλιά
τις πετάνε σε μια κλούβα
ανήμερα Δεκαπενταύγουστο.

Αν η Παναγία ζούσε σήμερα
θα ήταν μια πουτάνα στην Γιαννιτσών.

Μαύρη και τσιγγάνα
διωγμένη από κάποιον πόλεμο
ή από ένα χωριό
λίγο έξω απ’ την Θεσσαλονίκη.

Τα χέρια της γεμάτα
τρύπες μαύρο πύον
ξεπαγιάζει μες στον καύσωνα
συγκρατεί τον εμετό,
βάζει όλη της την δύναμη,
ίσα να φύγει ο πελάτης.
Ένας Θεός την βίασε στα 15 της
την πίεσε να το κρατήσει
ύστερα την έριξε στην πρέζα.

Ο Υιός της τώρα, είναι ο μπάτσος
που την κλωτσάει με την αρβύλα

κάνει να της πάρει τις εισπράξεις
δυο χαρτονομίσματα
τριάντα ευρώ σύνολο
κάπως τα σιχαίνεται
τσαλακωμένα και με σελοτέιπ
τελικά τα βάζει τσέπη,
χαρτζιλίκι απ’ την μητέρα,
και της λέει πότε περνάει ανακριτή.

Θλιβερέ κωλόμπατσε.
Δεν ήξερες πως οι Παναγίες
είναι οι μόνες που δικαιώνονται
για κάτι τέτοια
έστω στ’ αδιάφορα ποιήματα
ενός μαλάκα;

 

 

 

Σύντομο βιογραφικό:

Ο Βασίλης Μόσχος γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1987. Είναι
συγγραφέας και κινηματογραφιστής. Κυκλοφορούν τα βιβλία του:
Θραύσματα (Κέδρος, 2017) και ΓΙΟΥΝΙΚ (Θράκα, 2023).