«ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΟΠΑΙΔΑ»
Παύλος Χάλαρης
Απορριμματοφόρα γεμάτα ήρωες,
παραμορφωμένη χασούρα
―το λογικό ρημάδι―
Σταχτοδοχεία-ησυχαστήρια
ξαναμμένου φλέγματος
―Στα φώτα της διασταύρωσης τα χνότα του Θανάση―
Νεκροτομείο ή παιδική χαρά;
(τι-κι-τι-τοκ)
ντελίριο της περιτομημένης ρεκλάμας.
Απορριμματοφόρα γεμάτα ήρωες,
θεοί χωρίς όνομα παρακολουθούν το ρομάντζο της γκαστρωμένης
σκύλας συλλογιζόμενοι την ανυπαρξία τους.
Η σιωπή τους κοσμεί τα δύσβατα ρεμβάσματα της συνείδησης. Χωρίς
σκοπό, άρρυθμα…
«Θα γεννηθούν ρημάδια!» ουρλιαχτό της μετεωρολογικής βόμβας.
Πειναλέα τα σαγόνια της πραμάτειας…
―Στα φώτα της διασταύρωσης τα χνότα του Θανάση―
Ουρές στα κρεματόρια,
(τικ-ι-τι-τοκ τικιτι-τ-οκ)
μακάβριο κροτάλισμα της σάρκας.
Καταξιωμένη υπερκόπωση,
μελό και σαλιάρες της στιγμιαίας έμπνευσης.
«Σπρώχτε κι’ άλλους!» η φωνή του καρβουνιάρη
«Στα αλήθεια πίστεψες στον άνθρωπο;»
Λεβεντόπαιδα με φουσκωμένα μπράτσα,
μαγνητοφωνημένα κολαστήρια…
«Ποιον να σκοτώσω, δείξε μου έναν!», λογαριάζει τη ζημιά.
Ξεβράκωτος γυρεύει την πατρίδα ενός γελοίου,
απασχολημένος ―πάντα απασχολημένος― στη λήθη της
άκαμπτης χασούρας.
Λεβεντόπαιδα με τις φθηνές περούκες,
μαστροποί του χρόνου και ανήδονοι μπανιστηρτζήδες.
―Βλέμμα κατάκλειστο, ποιος να σε αγγίξει;―
Χάθηκε να βρεθεί ένας Οιδίποδας με φανατικά σκέλια;
―Κακομούτσουνη φάρα!―
Απαρακίνητοι νανουρίζουν τη ζωή ακονίζοντας ένα μοντέρνο
μουστάκι.
«Τσιτσιδωθείτε, εμπρός!» η φωνή του καρβουνιάρη.
Γενιά του λεβεντόπαιδου,
ξέπλυμα και φο-μπιζού·
γεννήτρια φωτός στην τσέπη καλά οπλισμένη.
Φλας και λοβοτομή για τις φωτοευαίσθητες χτικιάρες!
―Ο Θανάσης στέκεται μπροστά μου με ξυρισμένο κεφάλι―
(τ-ι-κ-ι-τ-ι-ΤΟΚ τ-ι-κ-ι-τ-ι τ-ο-κ)
«Θα βάλω φωτιά!» μου είπε κάποτε.
―κράτησε το λόγο του―
(ΤΙ-ΚΙ-ΤΙ-τ-ο-Κ τι-κι-τι-τοκ)
εξατμίστηκε για μια σπίθα…
«Τραβάτε, ο επόμενος!» τριβελίζει η φωνή του καρβουνιάρη μέσα
από το στόμα του τρομοκρατικού τηλεβόα.
(τικιτι-τοκ τικιτι τοκ)
…τα μακριά του γένια παντοτινά θαμμένα στις νεκροπόλεις του
πειραματισμού.
Σελοτέιπ και καρνάβαλοι!
Ξήλωσαν το μουστάκι του,
κατήργησαν τη μοβόρικη πενιά του.
Συστημικές κλανιές του σεληνόφωτου.
―σονάτα της πλαστικής σακούλας―
Αφροδίσιοι οργανοπαίχτες,
εφημερία της αυτοσχέδιας κρεμάλας.
«Δεν το κάνεις σωστά, άσε με να δοκιμάσω και εγώ τώρα!»
Στα γόνατα πεσμένος ο προφήτης γυρεύει το ψωμί του.
«Ταΐστε τον να σκάσει επιτέλους!»
Ολονύχτιες φωταψίες στα σαλόνια του φετιχισμού.
―Αβησσυνίας και χρυσές δουλειές!―
(τικιτι-τοκ-τικιτι τοκ)
«Πρόβα ήταν, πάμε πάλι!», η φωνή του καρβουνιάρη (πια ξενύχτη).
Βαριά η κοπριά κι’ οι λάκκοι.
Οι ήρωες κάνουν πάντοτε καλό ντουμάνι.
Λεβεντόπαιδα, βαδίζετε ολόγυμνα…
Μια χούφτα ορφανά, τι θα ανταλλάξετε εσείς με τους θεούς;
Θανάση, το βρακί θα βάλω ανάποδα. Σηκώνει μόδες η φουρτούνα,
που ξέρεις, ίσως πιάσω και εγώ καμία! Πέτα πού και πού μια χλέπα
και ευλόγα μας να πνίξεις τα σκατά μας.
«Χτύπα με στην πλάτη, πνίγομαι!»
(τικιτι-τοκ…)
Αλάτι και αμνησία στους επίδοξους λεπρούς!
Η κοπριά μας, τρυφερή σοδειά.
Στριμμένα άντερα, όρνια με τους χοντρούς αντίχειρες…
«Τους είδες;»
Μάθετε καλά,
«Τα ρεμπετόπαιδα σαλπάρουν, μπαγιάτεψαν σαν χαλασμένοι
ερημίτες…»
Σύντομο Βιογραφικό
Ο Παύλος Χάλαρης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Φωτογραφία στην Αθήνα και συνέχισε στη Γερμανία όπου ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό πρόγραμμα στον Κινηματογράφο. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ασκήσεις» εκδόθηκε το έτος 2019 από τις εκδόσεις Όστρια. Έκτοτε ασχολείται με τη συγγραφή διηγημάτων
και ποιημάτων. Πρόσφατα ολοκλήρωσε τη συγγραφή του πρώτού του μυθιστορηματικού έργου με τίτλο: «Το Μανιφέστο Ενός Επίκαιρου Λιποτάκτη».