.1.
Να προφτάσω να στα πω
εγώ που τα γνωρίζω, τα βιώνω
ένα με το αίμα μου έχουν γίνει
κάτω από το πετσί μου πέρασαν
σφυγμός αργόσυρτος, βαρύς
χορός

να στα πω – εδώ! Εμένα άκου
προτού έρθει να μ’ αγγίξει πάλι
ο ίσκιος σου -πάλι! Ο ίσκιος σου…

μαγνητόφωνο η ζωή και καταγράφει
μα το κουφάρι αρνείται να πιστέψει.
Κουκούλι, που εντός του κατοικώ
Μνήμη που θυμάται. Συρίζει
νούμερα ανεμόσυρτα στο αυτί μου
τόση σκουριά χρειάστηκε, λέει,
χώμα τόσο απ’ του βραχίονα
το χάραγμα
τόσο αίμα – αίμα αίμα
αλμυρό σαν δάκρυ, αίμα
διευκρινίζει
– τα έχει, βλέπεις, όλα μετρημένα –
για λίγο μονάχα
Οξυγόνο.

Άπνοια και σήμερα αποφάνθηκαν
οι μετεωρολόγοι. Θα μείνω εδώ
καταμεσής του πελάγου
άλλωστε, καθώς λένε,
δεν πλέουν τα σκαριά σαν και του λόγου μου
δίχως ανέμους ούριους, ή
έναν λόγο καλό, βρε αδερφέ.
Θα μείνω εδώ – εδώ
σου λέω νιώσε με!
Σκλήθρα ενοχλητική
στο μαλακό σου δάχτυλο
την ώρα που με δείχνεις.

.2.
Ρημαγμένος ο τόπος μου. Τίποτα
δεν έχω πια
τίποτα. Μόνος
ανάμεσα στα πουρνάρια και στις σκουριασμένες
πέτρες. Ερείπια,
λιοπύρι, ιδρώτας, ο καπνός απ’ το τσιγάρο μου
και μια φωνή μες στο κρανίο ν’ απαγγέλει
«Τα παράγωγα μεγέθη της διαίσθησης
προκύπτουν πάντα από…»

Λυγίζω. Ερημιά. Στην ερημιά
δεν θα προκύψει
τίποτα.
Καίγομαι να βυθιστώ
να βυθιστώ, μα
στον ιδρώτα μου επιπλέω
– Μόνο μην πεις
μην τον πεις
πως δεν ήξερες
Κάποτε θα μου ψιθυρίσει
ένα ποίημα.