Παλαιστίνη
Στα βουλεβάρτα πέρα
αργόσχολοι ρινόκεροι κοιτάζουνε βιτρίνες
ταριχευμένες συνειδήσεις διασπείρουν
απ’τις τηλεοράσεις την κενότητά τους
μικροπλαστικά τρίμματα σωσιβίων
στροβιλίζονται στον αέρα
οι οδοκαθαριστές με απόχη και φακό
ιδρώνουν να τα χώσουν στη μαύρη σακούλα
μαζί με κομματάκια προκηρύξεων
πεταμένες φλούδες ασφάλειας
και μια ενδημική οσμή κλούβιου αυγού
άγνωστης προέλευσης.
Στα σταυροδρόμια εδώ
σμίγουν απελπισία και ατίμωση
ξοπίσω της η μία λαιμοδένει την άλλη
και ξεστρατίζουν ένα βήμα παραπέρα
προς τη γραμμή τερματισμού των αφηγήσεων.
Στο βήμα τους ακούς
τρίζει, ραγίζει, σπάει
απόβλητο που ξέρασε τ’αρχαίο χώμα
λεπτή επίστρωση η θέληση για ζωή.
Γύρω συνοδοιπόροι θεατές
ούτε λευκοί ούτε μελαψοί, αόρατοι
ή γκρίζοι απ’την εξάτμιση της καναδέζας.
Στις γειτονιές εκεί του κόσμου
το έδαφος ουρλιάζει προς τα μέσα
λες καταρρέει απύθμενο σπήλαιο
οικογένειες που θέλουνε να ζήσουν
κοιμούνται μαζί στο ίδιο δωμάτιο
για να πεθάνουνε μαζί
διατρέχει όλα τα μέτρα η ρωγμή
από το Νότο στο Βορρά, από Ανατολή σε Δύση
από τη γη του κολασμού μέχρι τα μέσα μας.
Βουλιάζει το φως
σκεβρώνει η εικόνα
σαν διογκούμενη ηλιακή κηλίδα στο πρόσωπο του μέλλοντος
τέτοια σημάδια δεν επουλώνονται ποτέ
ποτέ πραγματικά
δεν ξεπερνιούνται απ’τη ζωή μηδέ ξεχνιούνται
δεν σακατεύονται απλά οι βασανισμένοι
και οι ανήμποροι αυτόπτες στιγματίζονται
και των αδιάφορων κακοφορμίζουνε τα σπλάχνα
κέρατα και δαγκάνες φυτρώνουν στους υποκριτές
όλοι μαζί προδίδουμε τ’αστέρια.
Στον ουρανό στο τέλος μένουν
η μοναξιά κι η έκσταση ενός θεού Αζτέκου
σ’εικονική οθόνη πληκτρολογεί την ευλογία του
ειδήσεις, αγορές ομολόγων, συμβόλαια θανάτου.
«Πάτερ Ουίτσιλοπότστλι
καύσον αυτοίς
ου γαρ οίδασι τι ποιούσι
ελθέτω η βασιλεία σου επί της ωρυγής
επί γνώσεως τε και αγνοίας
ελθέτωσαν κωφότης και τυφλότης
ώτων, τε νοός, τ’ομμάτων
εν βυθώ γαρ η αλήθεια»
κλαίν’ οι μαλθακοί καλόγεροι κι υψώνουνε τα χέρια.
Μα όχι!
Σε ουρανό και γη στο τέλος
καταρρίπτονται τα σμήνη των δειλών
γκρεμίζονται τα λάβαρα των ρατσιστών
εξαλείφονται οι τελευταίοι ανθρωποκυνηγοί.
Στο τέλος λευτερώνονται οι γειτονιές του κόσμου.
Μαζί τους θα γιορτάσει
μ’ασβεστωμένες μάντρες, πόρτες, σύννεφα
τότε κι η Παλαιστίνη!
-14/5/21
Αφγανιστάν
Βρεμένη σκόνη της ερήμου
μαζί με τις αρβύλες προχωρά
στα γόνατά τους τρίζουν παξιμάδια
αποθηριωμένη άγνοια πλεγμένη στη σκανδάλη
φελί-φελί ηλιοκαμένο έπεσε τ’ανθρώπινο πετσί τους
τ’άραχλα μάτια ενοχλεί
τ’αείζωο υγρό που ρέει σε δυο μαιάνδρους
καίει αρμυρό τα μάγουλα
νοτίζει τα τραχιά τους ρούχα
άλικη βρώμα πήζει στα ποδήματα
και επιστρέφοντας στη στραγγισμένη γη
μαζί τούς παίρνει τη ζωή
και φεύγουν.
Χωμάτινοι σωροί
διαλύονται στη θύελλα του Σιστάν
τους υποδέχεται ο υπόκωφος ο ρόγχος
που ψέλνει ονόματα σ’ερήμους και λαγκάδια.
Μαχπάρα,
κάτω από σκόρπιους πλίνθους
χαϊδεύεις κούκλα δύσμορφη
κι αιμορραγείς τη συντριβή.
Ρεστίν,
στον κουρνιαχτό του δρόμου αναρωτιέσαι
δυο μολυβένια κάρβουνα χορταίνουν
στη δροσιά του άτριχου στήθους.
Μαλίκ,
αθάνατε με τη γροθιά στην πέτρα
σ’επιθανάτιο τρόπαιο
κρυμμένο στο τσεπάκι του προπέτη.
Αμπντούλ,
στο διάβα της ερπύστριας απολειφάδι
η λάσπη νέα μήτρα
συντηρεί τα μέλη σου.
Φιρούζ,
πατέρα μόνο εφιαλτών
Φατίμα,
εξαχνωμένη νύφη
Ζαχίρ, Μεχμπούμπ, Ομπεϊντουλά,
ένα κουβάρι πια στην άνυδρη πατρίδα.
Θνητοί που έγιναν πηλός
και ξαναπλάθονται σ’αμέτρητα καλούπια
σπορά που όλο βλασταίνει αγριεμένη.
Πώς τους μοιράζει ο Σιστανί σ’οροσειρές και κάμπους
απέθαντο αερικό
πέντ’εποχές μετρά και δεν περνάει
σφυρίζοντας μες σ’άδεια πανωφόρια
έρημες στάνες, πενιχρά σπαρτά
θωρακισμένα καύκαλα και τρυπημένα κράνη.
-1η 11/5/2002
-2η 23/8/2021